Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

Επικαλούμενη τον Κούντερα

Ο Μίλαν Κούντερα υπήρξε ένας από τους αγαπημένους της νιότης μου συγγραφείς και - όπως συμβαίνει με όλους τους αγαπημένους μου συγγραφείς - ανατρέχω από καιρού εις καιρόν στα βιβλία του, είτε για να δω αν ακόμη μου αρέσουν πολύ είτε για να απαγκιστρώσω το μυαλό μου από τα αδιέξοδα και τις εμμονικές σκέψεις που με κατακλύζουν... 
Χθες άνοιξα το βιβλίο του Κούντερα "Αθανασία", σε μετάφραση Κατερίνας Δασκαλάκη, από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, που για πρώτη φορά το είχα διαβάσει το καλοκαίρι του 1992, τις πρώτες μέρες των διακοπών, σε κάποιο χωριό της Χαλκιδικής. Με θυμάμαι, (πριν ακόμη κλείσω τα 30, με πολύ καλή όραση), που με είχε βρει η αυγή! Είχα ξαγρυπνήσει δυο βράδια στη σειρά, επειδή δεν μπορούσα να αφήσω την Αθανασία από τα χέρια μου. Ήμουν σε μια σοφίτα, σε ένα άβολο νοικιασμένο κρεβάτι, με λιγοστό φως και η Αθανασία φώτιζε όλες τις αισθήσεις μου ταυτόχρονα! Η Ανιέζ, η ηρωίδα του σπονδυλωτού μυθιστορήματος του Κούντερα, χαράχτηκε από τότε ανεξίτηλα στη μνήμη μου, περισσότερο ακόμη και από την κεντρική ιδέα του βιβλίου που - σε γενικές γραμμές - είναι μια επιχειρηματολογία που μεταθέτει το πρόβλημα του ανθρώπου από τον εγγενή φόβο για τον θάνατο στην αδήριτη επιθυμία για την αθανασία... Την Αθανασία!
Χθες άνοιξα το βιβλίο και έπεσα στο κεφάλαιο με τίτλο "Η εικονολογία". Διαβάζοντάς το διαπίστωσα πόσο επίκαιρο είναι, παρόλο που έχουν περάσει περίπου τριάντα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το βιβλίο. Έχουν αλλάξει τα "μέσα", βέβαια, αφού από την εφημερίδα το ραδιόφωνο και την τηλεόραση περάσαμε στο διαδίκτυο, αλλά η ουσία παραμένει η ίδια. Πιθανότατα να γίνεται και...ουσιαστικότερη, αφού το internet μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως ζούμε, πως ενέχουμε, πως συναποφασίζουμε και πως συμβάλλουμε στην εξέλιξη της κοινωνίας και αυτής ακόμη της ανθρωπότητας. 
Συμβάλλουμε όμως; Ή μήπως, απλά, βάζουμε την υπογραφή μας σε ποικίλα αιτήματα, όπως αυτά για τη σωτηρία των ελεφάντων, των δελφινιών ή άλλων ειδών που απειλούνται με εξαφάνιση ή κακοποιούνται από ανθρώπους για λόγους που εμάς, λόγω απόστασης ή κουλτούρας ή διαφορετικών αναγκών και συμφερόντων, μας φαίνονται παράλογοι, απάνθρωποι και κατακριτέοι; 
Λειτουργούμε υπό το καθεστώς μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας που - για δικούς μας λόγους συνειδητούς ή από καταβολής ή και τα δύο - έχουμε ασπαστεί ή αγόμαστε και φερόμαστε έρμαια των εκάστοτε σφυγμομετρήσεων;  
Ο Μίλαν Κούντερα, τριάντα χρόνια πριν, είχε απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, επικαλούμενος μάλιστα τη γιαγιά του, που ζούσε σε ένα χωριό της Μοραβίας. Αντιγράφω ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα, αφού εξηγήσω πρώτα ότι χρησιμοποιώντας τον (όχι πλέον) νεολογισμό  "εικονολογία" αναφέρεται στην επικράτεια της εικόνας και τη συρρίκνωση και συμπίεση των λεκτικών κωδίκων από αυτήν.  Συγκεκριμένα γράφει:

Εικονολογία [...] μια λέξη που μας επιτρέπει να συγκεντρώνουμε κάτω από την ίδια στέγη φαινόμενα ή ονομασίες τόσο διαφορετικές: διαφημιστικά πρακτορεία, σύμβουλοι επικοινωνίας των πολιτικών, σχεδιαστές που προβάλλουν τη γραμμή ενός καινούριου αυτοκινήτου ή τον εξοπλισμό μιας αίθουσας γυμναστικής, δημιουργοί μόδας και μεγάλοι μόδιστροι, κομμωτές, σταρ της  show business που υπαγορεύουν τους κανόνες της φυσικής ομορφιάς, απο τους οποίους θα εμπνευστούν όλοι οι κλάδοι της εικονολογίας.

Υποθέτω πως για να κατανοήσουμε την έννοια και τη λειτουργία της "εικονολογίας" θα πρέπει να σκεφτούμε με τον τρόπο που σκεφτόμασταν τριάντα χρόνια πριν, όταν η σκέψη μας όφειλε να "εικονοποιεί", επειδή οι εικόνες δεν μας είχαν ακόμη κατακλύσει, από τις λογής λογής οθόνες... Εν πάση περιπτώσει, αντιγράφω το χαρακτηριστικό απόσπασμα που πολύ μου άρεσε και πολύ σύμφωνη με βρήκε

Όλες οι ιδεολογίες νικήθηκαν: τα δόγματά τους κατέληξαν να ξεσκεπαστούν σαν αυταπάτες και οι άνθρωποι έπαψαν να τα παίρνουν στα σοβαρά. Για παράδειγμα, οι κομμουνιστές πίστεψαν ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού θα εξαθλίωνε όλο και περισσότερο το προλεταριάτο' ανακαλύπτοντας μια μέρα ότι όλοι οι εργάτες στην Ευρώπη πήγαιναν με το αυτοκίνητό τους στη δουλειά τους, είχαν την ανάγκη να φωνάξουν ότι η πραγματικότητα είχε κάνει ζαβολιά. Η πραγματικότητα ήταν πιο δυνατή από την ιδεολογία. Και είναι ακριβώς με την έννοια αυτή που η εικονολογία την ξεπέρασε: η εικονολογία είναι πιο δυνατή από την πραγματικότητα, η οποία άλλωστε από πολύ καιρό έχει πάψει να αντιπροσωπεύει για τον άνθρωπο αυτό που αντιπροσώπευσε για τη γιαγιά μου που ζούσε σε ένα χωριό της Μοραβίας και όλα τα ήξερε εμπειρικά: πώς ψήνουν το ψωμί, πώς χτίζουν ένα σπίτι, πώς σκοτώνουν το γουρούνι και πώς κάνουν καπνιστό κρέας από αυτό, με τι ράβουν τα παπλώματα, αυτό που ο εφημέριος σκεπτόταν για τον κόσμο κι αυτό που για το ίδιο πράγμα σκεπτόταν ο δάσκαλος' συναντώντας καθημερινά όλους τους κατοίκους του χωριού, ήξερε πόσα εγκλήματα είχαν γίνει τα τελευταία δέκα χρόνια στην περιοχή' για να το πούμε έτσι, κρατούσε την πραγματικότητα υπό τον προσωπικό της έλεγχο, κατά τρόπο που κανένας δεν θα μπορούσε να την κάνει να πιστέψει ότι η γεωργία της Μοραβίας ανθούσε, αν δεν υπήρχε κάτι να φάνε στο σπίτι. Στο Παρίσι, ο γείτονάς μου στο διπλανό διαμέρισμα περνάει την ημέρα του καθισμένος στο γραφείο του, απέναντι σ' έναν άλλο υπάλληλο, έπειτα γυρίζει στο σπίτι, ανοίγει την τηλεόραση για να μάθει τι γίνεται στον κόσμο και, όταν ο παρουσιαστής,  σχολιάζοντας την τελευταία σφυγμομέτρηση, τον πληροφορεί ότι, για την πλειοψηφία των Γάλλων, η Γαλλία έχει το ρεκόρ στην Ευρώπη σε ότι αφορά την ασφάλεια (τη διάβασα πρόσφατα αυτή τη σφυγμομέτρηση), περιχαρής, ανοίγει ένα μπουκάλι σαμπάνια και ποτέ δεν θα μάθει πως την ίδια μέρα, στον ίδιο δρόμο, έγιναν τρεις ληστείες και δύο φόνοι.

Έγινε σαφές, νομίζω, η "εικονολογία" του Κούντερα, έχει εξελιχτεί σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε "εικονική πραγματικότητα" και μέσα στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί, χωρίς, δυστυχώς, να έχουμε πάντοτε επίγνωση του εγκλεισμού μας.
https://medium.com/the-mission/a-beginner-s-journey-into-virtual-reality-aad7fa7cc40b
Και πώς να έχουμε; Τριάντα χρόνια πριν υπήρχε ακόμη η στοιχειώδης κλιμάκωση: ιδεολογία, πραγματικότητα, εικονολογία. 
Τώρα η κλιμάκωση  δεν υπάρχει, καθώς η δύναμη του μέσου μας έχει ξεπεράσει.
Μας έχει ξεπεράσει για πλείστους λόγους, ένας εκ των οποίων είναι το ότι μας λείπει παντελώς η εμπειρία. Και σίγουρα, στους νεότερους τουλάχιστον, λείπει η εμπειρία που κατείχε  η γιαγιά του Μίλαν Κούντερα, στον μικρόκοσμό της, στο μακρινό χωριό της Μοραβίας! Ούτε εγώ ξέρω πώς να σκοτώσω ένα γουρούνι. Δεν ξέρω πως να κάνω κρέας καπνιστό. Πώς να ξέρω; Ποτέ δεν είχα γουρούνια! (Και να είχα δεν με έχω ικανή να τα έσφαζα, ειδικά τα γουρούνια...)
Όμως σιγά σιγά ξεχνώ κι αυτά που ήξερα. Έχω ένα laptop στην αγκαλιά μου.
Είμαι ένα μαρσιποφόρο, και στον μάρσιπό μου έχω ένα laptop.
Το βγάζω και πατάω τα πλήκτρα.
Συνυπογράφω για τη σωτηρία των δελφινιών. Καταδικάζω τους Ιάπωνες που μαζικά τα σφαγιάζουν. Και μετά από λίγο κάνω like ή βάζω καρδούλες στις καταπληκτικές γεωμετρικές λύσεις που κοινοποιεί ο μαθηματικός Γιαπωνέζος e-φίλος μου!
Πατάω πλήκτρα! Επειδή ζω! Πατάω πλήκτρα, για να ζω. Και γράφω και σβήνω!
Και δεν σβήνω. Δεν (σε) σβήνω...

Εικάζω πως πέρα από την εικονική πραγματικότητα, πέρα από την μικτή πραγματικότητα (mixed reality), υπάρχει ακόμη και σήμερα η...πραγματική πραγματικότητα.
Η πραγματικότητα της εμπειρίας. Μιας εμπειρίας που δεν έχουμε...
Εικάζω όμως, και οι εικασίες απαιτούν απόδειξη,
όπως ακριβώς και οι εμπειρίες απαιτούν να τις ζήσουμε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου