Ήταν Τετάρτη 12 Ιουνίου, δύο η ώρα το μεσημέρι, όταν άφησα τη Σόλωνος πίσω μου και μπήκα σε ένα σχετικά πιο δροσερό κάθετο δρόμο, για να γλυτώσω όσο γίνεται τη λαύρα που απέπνεε η άσφαλτος και η συνεχής ροή των αυτοκινήτων. Δεν ήμουν ούτε στα μισά του δρόμου και είχα ήδη μετανιώσει που αποφάσισα να γυρίσω στην Κυψέλη με τα πόδια, αλλά από την άλλη δεν ήθελα να παραδεχτώ πως με τα χρόνια οι αντοχές μου ελαττώνονται... Βυθισμένη σ’ αυτές τις σκέψεις έπεσα πάνω σε ένα σταντ με βιβλία! Καταμεσής στο δρόμο, προσφορές, 3, 5, 7 ευρώ. Το μάτι μου έπεσε αμέσως σε ένα μπλε-γαλάζιο εξώφυλλο με μια γυναικεία μορφή στη δεξιά άκρη που παρέπεμπε σε γοργόνα ή έτσι μου φάνηκε, καθώς οι κυματισμοί των μπλε αποχρώσεων γύρω της έδιναν την αίσθηση του βυθού. Μήτσος Κασόλας, «Το μέλλον είναι πίσω μας». Τίποτε δεν μου είπε ο τίτλος εκείνη την καυτή μέρα στην Αθήνα, αν και θα έπρεπε καθώς μέσα σε πέντε μόνο λέξεις έδινε έναν χωρο-χρονικό προσανατολισμό άκρως ανατρεπτικό! Αυτό που μου χτύπησε περισσότερο στο μάτι ήταν οι εκδόσεις, «οι εκδόσεις των συναδέλφων»! Άνοιξα αμέσως να δω τι σόι εκδόσεις είναι αυτές και βρέθηκα μπροστά σε δύο ασυνήθη φαινόμενα. Το πρώτο ήταν ένα σύντομο «σημείωμα» που εξηγούσε το λόγο της ύπαρξης των εκδόσεων, το δεύτερο ήταν η άδεια αναπαραγωγής και ελεύθερης χρήσης...
Αναζήτησα το βιβλιοπωλείο. Το βρήκα στο βάθος μιας δροσερής και σκοτεινής στοάς, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη λαύρα και το άπλετο φως του αθηναϊκού καλοκαιρινού μεσημεριού. Ο μικροσκοπικός χώρος ήταν κατάμεστος λογής λογής βιβλίων, ατάκτως ερριμμένων, από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι! «Ευχαρίστως θα ζούσα εδώ μέσα», σκέφτηκα, όταν σαν οπτασία ξεπρόβαλε πίσω από μια ψηλή ντάνα βιβλίων, ένας καλόσχημος, νεαρός κύριος! «Παρακαλώ!», είπε. «Σας ζηλεύω...», του απάντησα. Η συζήτηση που ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα – πέρα από την πολύ όμορφη (ψευδ)αίσθηση πως βρίσκομαι σε κάτι που μοιάζει με το πλατωνικό σπήλαιο – να κερδίσω ακόμη ένα ευρώ έκπτωσης στην ήδη εκπτωτική τιμή του βιβλίου!
«Το μέλλον είναι πίσω μας», μπήκε στη στήλη με τα «προσεχώς». Εκεί περίμενε μέχρι τη Δευτέρα 8 Ιουλίου, την επομένη των εκλογών, σύμφωνα με το πρόγραμμά μου. Τη Δευτέρα όμως ο τίτλος απέκτησε μια ξεχωριστή σημασία, καθώς διαβάστηκε μέσα από το πρίσμα των συναισθημάτων που με κατέκλυζαν, λόγω του εκλογικού αποτελέσματος.
Φυσικά αυτό είναι κάτι που αφορά το άτομό μου και γι’ αυτό το κρατώ για μένα. Αντιθέτως, κάτι που αφορά το ευρύ κοινό είναι το μυθιστόρημα του συγγραφέα, (δημοσιογράφου, φωτογράφου, οπερατέρ, βοηθού σκηνοθέτη, σεναριογράφου, χρονογράφου, και δεν ξέρω τι άλλο), Μήτσου Κασόλα. Θεωρώ πως η περιγραφή στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ελάχιστα περιγράφει το περιεχόμενο του. Φαινομενικά πρόκειται για την ιστορία του συγγραφέα Ντίνου Υφαντή, που για δικούς του λόγους επιλέγει να συγγράψει ένα βιβλίο με το ψευδώνυμο Άγης Ιεροφάντης, προκειμένου να προκαλέσει μια νέα ... Αναγέννηση, στρέφοντας το σύμπαν ολόκληρο στην απροπαγάνδιστη αρχαία ελληνική κουλτούρα και γραμματεία. «Πώς αλλιώς θα παταχθεί ο δογματισμός, ο καπιταλισμός, η σαπίλα του κόσμου μας;».
Ο λόγος και ο αντίλογος στο μυθιστόρημα του Κασόλα, κινείται σε πολλά διαφορετικά επίπεδα, καθώς μέσα στο μυθιστόρημά του, εξελίσσεται το μυθιστόρημα του Υφαντή-Ιεροφάντη, παράλληλα με τη ζωή του και τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη που προκαλούνται από την επέτειο του Πολυτεχνείου και υποδαυλίζονται από τη δολοφονία του αριστερού δημοσιογράφου, Πέτρου Κόκκινου, που γίνεται στην Παραλιακή, το μεσημέρι της ίδιας εκείνης μέρας. Ο Κόκκινος είχε ανακαλύψει ένα ημερολόγιο με το χρονικό της δολοφονίας ενός άλλου δημοσιογράφου, του Πολκ, που το 1948 ήρθε στην Ελλάδα, για να οδηγηθεί από αριστερούς στα βουνά, όπου θα συναντούσε τον Μάρκο Βαφειάδη για να του πάρει συνέντευξη. Η δολοφονία του Πολκ δεν διελευκάνθει. Ούτε και του Κόκκινου, άλλωστε. Είναι από τις δολοφονίες στις οποίες επιλέγεται ένας «ένοχος» και του φορτώνεται ο φόνος, πληρώνει γι’ αυτόν και κλείνει η υπόθεση, αφήνοντας τους πραγματικούς ενόχους να επιτελούν ανενόχλητοι το έργο τους.
Όλα τα θίγει ο Κασόλας-Υφαντής-Ιεροφάντης στο μυθιστόρημά του. Την αντοχή της ανθρώπινης ελπίδας, την αδήριτη ανάγκη του ανθρώπου να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Τον φόβο μπροστά στην αρρώστια, το δέος μπροστά στο θάνατο. Την αέναη αναζήτηση μιας λύσης. Δεν αφήνει ασχολίαστο ούτε το ρόλο που οφείλει να έχει η Παιδεία, αλλά δεν έχει.
Σ’ αυτό το τελευταίο, ως εκπαιδευτικός (και όχι ΣΑΝ εκπαιδευτικός), θα σταθώ. Επειδή η Παιδεία είναι που με σώζει. Η επιθυμία μου για το καλύτερο δυνατό παιδαγωγικό-εκπαιδευτικό αποτέλεσμα στο χώρο της δουλειάς μου. Γι’ αυτό πασχίζω, ακόμη κι όταν η ελπίδα μου ασφυκτιά, όπως η φλόγα η ζωσμένη από υγρή μάζα κεριού στο ρεσό... Ακόμη και τότε. Όταν με πνίγει το δίκιό μου και πρέπει να απαντώ σε ανθρώπους που περίμενα να με γνωρίζουν καλύτερα. Το προσπερνώ. Κι εναποθέτω τις ελπίδες μου στην Παιδεία, καθώς δεν έχω πού αλλού να τις εναποθέσω. Θα αντιγράψω ένα απόσπασμα από το βιβλίο. Συγκεκριμένα, θα αντιγράψω την απάντηση που έδωσε ο Ιεροφάντης στον Τζον, τον αμερικανοεβραίο, που γνώρισε στη διάρκεια της πτήσης του στο Λονδίνο. Ο μεγαλοεκδότης Τζον ζήτησε να μάθει το περιεχόμενο του βιβλίου που ο Ιεροφάντης συνέγραφε κι όταν ο συγγραφέας του εξήγησε πως ήθελε να πατάξει τον καπιταλισμό και να επαναφέρει τους ανθρώπους σε εκείνη την αδογμάτιστη και δημοκρατική κατάσταση της αρχαίας Ελλάδας, ο Τζον του απάντησε: «Ονειρεύεσαι Ιεροφάντη, ονειρεύεσαι...»
«”Λυπήσου εκείνους που δεν ονειρεύονται”, λέει ένας ποιητής της πατρίδας μου. Με την υπάρχουσα, όμως, Παιδεία αρρωσταίνει η ζωή μας, το μυαλό μας, η ευαισθησία μας και αρρωσταίνουμε και τη γη. Όμως, αν μάθουμε στα παιδιά μας πως είναι μέγιστες αξίες ο άλλος, το ψωμί για όλους, το νερό για όλους, ο καθαρός αέρας, θα είχε θεμέλια ο κόσμος και δεν θα ήταν μπερδεμένος και χαμένος. Όμως, τι προσπαθώ τώρα να πω; Το αυτονόητο που δεν το καταλαβαίνουμε πια. Προσπαθώ να εκφράσω αυτό που νιώθουν και που ξέρουν τα μικρά παιδιά. Που μόλις είναι σε θέση να κουμαντάρουν ένα μολύβι, ζωγραφίζουν τον ήλιο, τη θάλασσα, το σπίτι τους, τη βροχή, το χιόνι, τα ποτάμια. Χωρίς κανένα απ’ όλα αυτά να ζωγραφίζει το χρήμα. Ζωγραφίζουν τις πρωταρχικές αξίες, ώσπου να πάνε στο σχολειό, στο γυμνάσιο, στο λύκειο, στο πανεπιστήμιο, κι αρχίσει η υπάρχουσα Παιδεία μας να τα καλουπώνει, να τα κατεδαφίζει σπρώχνοντάς τα να κυνηγάνε, ως πρώτη αξία, το χρήμα με μανία, με πάθος, χωρίς σκέψη στη σκέψη τους, στη φαντασία τους.»
Στο διάλογο που ακολουθεί ο Ιεροφάντης διευκρινίζει στο μεγαλοεκδότη πως το χρήμα το χρειάζεται και ο ίδιος (αλίμονο), αλλά το χρειάζεται «Ως διευκόλυνση των ανθρώπων για τις συναλλαγές τους, ναι, στην ουσία όμως το χρήμα είναι μέσον. Δεν είναι αξία και μάλιστα πρώτη.».
Δυο μέρες μου πήρε να το τελειώσω το βιβλίο του Κασόλα. Διάβαζα αργά, απολαμβάνοντας τους αντικατοπτρισμούς και τις αυτοαναφορικότητες που με δεξιοτεχνία ξεδίπλωνε ο συγγραφέας. Διέκοπτα την ανάγνωση είτε για να κοιμηθώ είτε για να αναζητήσω τη δροσιά της γαλαζοπράσινης χαλκιδικιώτικης θάλασσας... Δυστυχώς όμως, έκανα το λάθος να τη διέκοψω μερικές φορές, την απολαυστική μου ανάγνωση, για να διαβάσω (και ατυχώς να απαντήσω) σε σχόλια στο facebook, που έκαναν e-φίλοι σε κοινοποιήσεις μου. Τα σχόλιά μου, παιδαγωγικού και εκπαιδευτικού, κυρίως, χαρακτήρα, διαβάστηκαν είτε με άγνοια είτε με προκατάληψη.
Μπορεί, βέβαια, να μην έχουν νόημα σχολιασμοί περιορισμένου και προκατειλημμένου βεληνεκούς, με θλίβουν, όμως, όταν προέρχονται από ανθρώπους που θεωρώ φίλους και που αγαπώ.
Any way… «Το μέλλον είναι πίσω μας». Η Λογοτεχνία, όμως, είναι εδώ.
Και, αναμφιβόλως, πίσω μας και μπρος, βρίσκεται πάντα η βαρύνουσα ευθύνη στο παρόν!
(Λυπηθείτε εκείνους που δεν την αναλαμβάνουν...)