Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Γηράσκω αεί διδασκομένη...


Από το μόδι στο κ(ι)λόμοδο!

Σε ολόκληρο το νησί εδώ και καιρό απλώθηκαν  λιόπανα. Έχουν πάρει φωτιά οι ντέμπλες!(*)
Τσουβάλια ασφυκτικά γεμάτα, στοιβαγμένα σε φορτηγάκια κατευθύνονται στα λιοτρίβια.
Ο αέρας κατά διαστήματα αποπνέει την βαριά μυρωδιά του φρέσκου λαδιού.
Οι μαθητές και οι μαθήτριές μου, άλλοι λίγο άλλοι πολύ, ασχολούνται με την παραγωγή λαδιού, οπότε στο σχολείο γίνονται συχνά συζητήσεις σχετικές με το θέμα.
Καθώς όμως οι δικοί μου παππούδες, μετά την προσφυγιά τους από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας, επέλεξαν, ο καθένας χωριστά, ως τόπο εγκατάστασης το άστυ, όπου στη συνέχεια γεννήθηκαν και γαλουχήθηκαν οι γονείς μου, εγώ προσωπικά δεν στερούμαι μόνο ελαιοκτημάτων, αλλά και αυτών ακόμη των βασικών γνώσεων του σχετιζόμενου λεξιλογίου. Κατά συνέπεια, τον καιρό αυτό που στο σχολείο κατά την ώρα των διαλειμμάτων γίνονται συζητήσεις για τη σοδιά, το μαξούλι το λεγόμενο, αρκετές άγνωστες λέξεις φτάνουν στα αυτιά μου και ολοένα ρωτώ να μάθω. Αυτή η –ας την πω– φιλομάθεια μου, έχει προκαλέσει την έκπληξη κάποιων μαθητών, ένας εκ των οποίων δεν κατάφερε να συγκρατηθεί και αναφώνησε: «Αμάν, κυρία, όρεξη που την έχετε να μάθετε τέτοια πράγματα!».
Σε αντίθεση με τον συγκεκριμένο μαθητή, κάποιοι άλλοι, συγκινημένοι μάλλον από το γνήσιο ενδιαφέρον μου, επιχείρησαν να με μυήσουν στα μυστικά της ελαιοπαραγωγής και μου εξήγησαν τι σημαίνει «μόδι», «ντέμπλα», «μαξούλι» κι άλλες παντελώς άγνωστες σε μένα λέξεις. 
Το όλο θέμα μου φάνηκε πεδίο λαμπρό για την...παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού, που θα άπτεται των άμεσων ενδιαφερόντων των φοιτούντων στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας της Μυτιλήνης. Το ανέφερα σε κάποια τμήματα. Δυο τρεις μέρες μετά, ενώ ήδη είχα αρχίσει το μάθημα σε ένα τμήμα, μπαίνει στην αίθουσα η Μαρία Χ., έμπλεη ενθουσιασμού, λάμποντας περισσότερο από ό,τι συνήθως, κραδαίνοντας ένα τετράδιο στο χέρι. «Σας έφερα ένα πρόβλημα που είναι χρήσιμο για όλους. Ακούστε. Ο άντρας μου μάζεψε τις ελιές προχθές και μου είπε πως στα 300 κιλά πήρε 64 κιλά και στο μόδι παίρνει...».
«Μισό λεπτό, μισό λεπτό...», την έκοψα. «Να θυμηθούμε πρώτα τι είναι το μόδι...», είπα περισσότερο για να συγκεντρώσω τη σκέψη μου και να καταλάβω τι ακριβώς μου έλεγε.
«Το μόδι είναι 500 κιλά», απάντησε η Μαρία. Κάποιοι διαφώνησαν. 
«Το μόδι είναι 640 κιλά...», είπαν.
Αναγκάστηκα να γκουγκλάρω, επί τόπου.
Μόδι είναι μονάδα βάρους του προς έκθλιψη ελαιοκάρπου, ίσο με 500 κιλά. Παλαιότερα, όταν χρησιμοποιούνταν η οκά το μόδι ήταν ίσο με 640 κιλά.
Αναφερόταν και η λέξη «κλόμοδο», που μου άρεσε πολύ, ενδεχομένως από το «κιλόμοδο», αλλά ήταν άγνωστη στους παριστάμενους μαθητές, που συνέχιζαν τις διαφωνίες.
«Όχι, 640, 500 είναι το μόδι. Παλιά ήταν 640», επέμενε η Μαρία. Μάλιστα. Της ζήτησα να επαναλάβει το πρόβλημα και κατέγραψα τα δεδομένα στον πίνακα. «Το ζητούμενο είναι πόσα κιλά λάδι θα έπαιρνε ο άντρας σου αν συνέθλιβε ένα μόδι ελιές, σωστά;», είπα και επισήμανα πως πρόβλημα χωρίς ζητούμενο δεν είναι πρόβλημα. Άδραξα την ευκαιρία να αναφέρω την αναγωγή στη μονάδα και έλυσα το πρόβλημα στον πίνακα. Λίγο πριν τελειώσω, μπήκε με καθυστέρηση στο μάθημα ο Λευτέρης. Έριξε μια εξεταστική ματιά στον πίνακα, με έντονα τα ίχνη της αμφισβήτησης. «Και τι βρήκατε;», ρώτησε. Του εξήγησα αναλυτικά, επαναλαμβάνοντας από την αρχή το όλο πρόβλημα. Όσο με άκουγε κατά κάποιον τρόπο φαινόταν να δυσανασχετεί. Όταν ολοκλήρωσα, σηκώθηκε με ένσταση. 
«Να σου δείξω εγώ έναν απλό τρόπο να το υπολογίζεις», μου είπε και πήρε την κιμωλία από το χέρι μου. 
«Πρώτα απ’ όλα το μόδι είναι 640 κιλά. Αν από 1500 κιλά ελιές πάρεις 300 κιλά λάδι, τότε το μόδι σου δίνει 640 επί 300 διά 1500...».
 Άφησε την κιμωλία κι έβγαλε το κινητό, υπολόγισε, «128 κιλά λάδι», είπε στο τέλος.  Ξαναπήρα εγώ την κιμωλία και έγραψα τα «δικά» του δεδομένα στον πίνακα, καθώς και την πράξη που πρότεινε, τουτέστιν την «απλή  μέθοδο των τριών», που οι ιθύνοντες και οι κατέχοντες έχουν βγάλει από τα βιβλία του Γυμνασίου...  


Το κουδούνι είχε χτυπήσει από ώρα και τους πρότεινα να βγουν για διάλειμμα, αλλά δεν ήθελαν. Στο μεταξύ η διαφωνία για το πόσα κιλά είναι το μόδι καλά κρατούσε.
Στο επόμενο τμήμα που μπήκα, επειδή είχαμε χάσει κάποια μαθήματα, ξεκίνησα με τα ισοδύναμα κλάσματα και για προθέρμανση ζήτησα να μετατρέψουμε μερικά κλάσματα, όπως το ¾, το 8/5, το 4/20, το 60/75, σε ισοδύναμα με παρονομαστή το 100. Η διαδικασία δεν προχωρούσε και χρειάστηκε να εξηγήσω αρκετές φορές μέχρι να σιγουρευτούμε πως όλοι καταλάβαμε και πώς το κάνουμε και πού θα μας χρησιμεύσει αυτή η μετατροπή, όταν αργότερα θα ασχοληθούμε με ποσοστά κλπ. κλπ.
Όταν τέλειωσε η «προθέρμανση» με τα ισοδύναμα κλάσματα, αντί να περάσω στην επόμενη άσκηση, ανέφερα το πρόβλημα με το μόδι. Σε κλάσματα δευτερολέπτου άκουσα καινούρια αυτή τη φορά δεδομένα για το ίδιο πρόβλημα.
x κιλά ελιές έδωσαν y κιλά λάδι, άρα το μόδι δίνει τόσα κιλά...
Κατάλαβα πως ο καθένας που έλεγε το πρόβλημα, ανεξάρτητα αν έπαιρνε το μόδι ίσο με 500 ή με 640 κιλά, διατύπωνε το πρόβλημα με δεδομένα που αφορούσαν –κατά πάσα πιθανότητα- το δικό του μαξούλι! Και οι υπολογισμοί τους, πρακτικοί ή μη, με ξεπερνούσαν σε ταχύτητα...

Έφυγα από το σχολείο με την αίσθηση πως έμαθα πολλά καινούρια πράγματα, αλλά κυρίως πως έχω ακόμη πολλά να μάθω. Και ίσως όχι τόσο για το μόδι και την μετατροπή του ελαιόκαρπου σε ελαιόλαδο, όσο για τη μετατροπή της θεωρητικής (σχολικής) γνώσης σε χρήσιμη πρακτική εφαρμογή.
Το βέβαιο είναι πως γηράσκω αεί διδασκομένη.

(*)ντέμπλα ή δέμπλα λέγεται η βέργα με την οποία ραβδίζουν τα κλαδιά του δέντρου, για να πέσουν οι καρποί της ελιάς.

Η φωτογραφία είναι από τα Βιολογικά Ελαιοκτήματα της Ι. Ζούρου, όπου παρακολούθησα μια μέρα τη συγκομιδή και κατέγραψα στιγμές με το φακό... 

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

Η έρημος των Ταρτάρων

Αντιγράφω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Ντίνο Μπουτζάτι, «Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΩΝ ΤΑΡΤΑΡΩΝ», σε μετάφραση Μαρίας Οικονομίδου, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ο ήλιος δεν έτρεχε πια να φύγει όπως παλιότερα, ανυπομονώντας να βασιλέψει, αλλά άρχιζε να αντιστέκεται λίγο καταμεσής του ουρανού, καταπίνοντας το σωριασμένο χιόνι [...] Είχε ξανάρθει η άνοιξη.
Ήδη ακούγονταν τα πρωινά οι φωνές των πουλιών που όλοι νόμιζαν πως είχαν ξεχάσει. [...]
Σχετική εικόνα
Τις νύχτες, στους κοιτώνες, οι σανίδες από τα ράφια όπου οι στρατιώτες ακουμπούσαν τα σακίδια, τις οπλοθήκες, οι ίδιες οι πόρτες, ακόμα και τα ωραία έπιπλα από μασίφ καρυδιά στο δωμάτιο του κυρίου συνταγματάρχη, όλα τα ξύλα του Οχυρού, συμπεριλαμβανομένων και των πιο παλιών, έστελναν τριξίματα στο σκοτάδι. Μερικές φορές ήταν ξεροί κρότοι σαν πιστολιές, θαρρείς κάτι γινόταν πραγματικά κομμάτια, κι όλο και κάποιος ξυπνούσε στο ράντζο του και τέντωνε το αυτί: τίποτα όμως δεν κατάφερνε να ακούσει, παρά μονάχα κι άλλα τριξίματα που μουρμουρίζουν στη νύχτα.


Είναι η ώρα που στις γέρικες σανίδες ξυπνά μια ασίγαστη νοσταλγία για τη ζωή. Πάρα πολλά χρόνια πριν, τις ευτυχισμένες μέρες, ήταν μια νεανική ροή ζεστασιάς και δύναμης, τα κλαδιά πετούσαν δέσμες βλαστών. Έπειτα όμως το δέντρο κόπηκε. Και τώρα που είναι άνοιξη, σε καθένα από τα κομμάτια του ακόμα ξυπνά, αν και απείρως ασθενέστερος, ένας παλμός ζωής. Κάποτε φύλλα και άνθη×τώρα μονάχα μια αόριστη ανάμνηση, εκείνο το λίγο που χρειάζεται για να κάνουν ένα κρακ και μετά τίποτα μέχρι τον επόμενο χρόνο. (σελίδες 175-176)

Λίγους μήνες πριν, μου το είχαν προτείνει στο βιβλιοπωλείο, όπου πήγα για να αγοράσω ένα βιβλίο του Καλβίνο. Το εγκωμίασαν τόσο που δεν θα μπορούσα να μην το πάρω. Μεταξύ μας, και λιγότερο να το εγκωμίαζαν πάλι θα το έπαιρνα, επειδή διάβασα στο οπισθόφυλλο πως: 

Το αριστούργημα του Ντίνο Μπουτζάτι Η έρημος των Ταρτάρων αφηγείται την ιστορία του νεαρού υπολοχαγού Τζοβάνι Ντρόγκο, ο οποίος περνάει τη ζωή του στο Οχυρό Μπουστιάνι, όπου τοποθετείται στον πρώτο του διορισμό, περιμένοντας μάταια την εισβολή του θρυλικού εχθρού από τον βορρά. Με φόντο την απέραντη, ομοιόμορφη έρημο, ο Μπουτζάτι αφηγείται την αναμονή της μεγάλης ευκαιρίας για τον αξιωματικό, της ευκαιρίας που θα αλλάξει τη ζωή χαρίζοντάς του την πολυπόθητη δόξα. Μόνο που η μεγάλη ευκαιρία τελικά δεν παρουσιάζεται ποτέ και ο αξιωματικός, τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά, έρχεται αντιμέτωπος με το κορυφαίο γεγονός: τον θάνατο. Και τον αντιμετωπίζει μονάχος, χωρίς να περιμένει βοήθεια ή κατανόηση από κανέναν, σε ένα περιβάλλον παντελώς άγνωστο.
Ένα μυθιστόρημα για τη μοναξιά, την υπαρξιακή αγωνία, την άνιση μάχη ενάντια στο πέρασμα του χρόνου, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τον θάνατο.

Πράγματι. Άνθρωπος, μοναξιά, υπαρξιακή αγωνία, θάνατος! 
Η άνιση μάχη ενάντια στο πέρασμα του χρόνου! 
Η εσφαλμένη εντύπωση πως θα είμαστε για πάντα νέοι, πως το γήρας είναι υπόθεση άλλων και δεν μας αφορά.
Και η προσμονή της μεγάλης ευκαιρίας που δεν έρχεται!
Οι φιλοδοξίες, η νεανική υπεροψία, η επιτομή της οίησης!  
Σαν να μας χρωστάει η μοίρα, σαν να αξίζουμε  περισσότερο από τους άλλους! 
Εμείς, αυτοί που δικαιούμαστε τα πάντα!
Οι  μεγάλες προσδοκίες όμως ξεθωριάζουν με τα χρόνια, όπως ακριβώς ξεθωριάζουν και οι ψευδαισθήσεις που τις τρέφουν και τις συντηρούν. 
Όλα όσα αναφέρονται  στο οπισθόφυλλο αναπτύσσονται με μια μινιμαλιστική μαεστρία από τον Μπουτζάτι. Το Οχυρό, τα δύσβατα βουνά, η ομίχλη, ο Βορράς! 
Η αγωνία! Ο εκούσιος εγκλεισμός!
Όλα! Αυτό που καθόλου δεν αναφέρεται στο εξώφυλλο όμως είναι οι «Τάρταροι»!
Οι Τάρταροι! Ο εχθρός! Είναι η επινόηση που έχουμε ανάγκη για να δικαιολογούμε την ύπαρξή μας, τις επιλογές μας, τους στόχους μας. 
Ο εχθρός είναι το αίτιο που μας ωθεί να ... οχυρωθούμε πίσω από τα τείχη που υψώνουμε, για να κρύψουμε την εγγενή μοναξιά μας.
Ο εχθρός είναι ο λόγος  που κρυβόμαστε πίσω από τις μάσκες που βάζουμε, για να κρύψουμε το αληθινό μας πρόσωπο.
Τόσο τετριμμένο το θέμα και τόσο αξεπέραστα διαχρονικό το πρόβλημα.
Μα και τόσο μοναδικά δοσμένο από τον Ντίνο Μπουτζάτι

Το διάβασα απνευστί! Το συστήνω ανεπιφύλακτα, ειδικά σε ανθρώπους μεταξύ 25 και 45... Για ευνόητους λόγους. Όχι πως είναι αργά για όλους εμάς τους υπόλοιπους!
Άλλωστε οι εχθροί είναι πανταχού παρόντες. Κυρίως όμως κρύβονται μέσα μας...

(Ένα εκτενές άρθρο σχετικά με το κλασικό αριστούργημα το Μπουτζάτι, υπάρχει εδώ)