"Μια μέρα καθόμουν εγώ και ψάρευα σ' ένα βραχίονα του Τάγου, για μια φορά ειρηνικά και αρμονικά με τον Ζοζέ Ντινίς (έχω αμφιβολίες αν επρόκειτο πράγματι για βραχίονα, αφού δεν είχαμε περπατήσει τόσο, ούτε προς τη σωστή κατεύθυνση, ώστε να πλησιάσουμε το ποτάμι: το βεβαιότερο είναι πως επρόκειτο για κάποιο βάλτο αρκετά βαθύ ώστε δεν τον ξέραιναν οι ζέστες του καλοκαιριού, και όπου, παρασυρμένες από τη φουσκονεριά, είχαν χυθεί μερικές αποικίες ψαριών, είχαμε λοιπόν κι εμείς ψαρέψει δυο ραχιτικά δείγματα, όταν εμφανίστηκαν δυο πιτσιρικάδες πάνω - κάτω στην ηλικία μας, που μάλλον ήταν από το Μουσάο ντε Σίμα και γι' αυτό δεν τους γνωρίζαμε (ούτε και προβλεπόταν να τους γνωρίσουμε), παρότι ζούσαμε σε απόσταση μιας πετριάς. Κάθισαν πίσω μας και ξεκίνησε η συνήθης κουβέντα: "Λοιπόν, τσιμπάει το ψάρι;", κι εμείς έτσι κι έτσι, δεν είχαμε καμιά διάθεση να τους εμπιστευτούμε. Όπως και να 'χει, για να μη γελάνε μαζί μας, τους είπαμε πως είχαμε πιάσει δυο ψάρια που βρίσκονταν στη γαβάνα. Αυτό που λέγαμε γαβάνα ήταν ένα τσίγκινο δοχείο, κυλινδρικό, με καπάκι που κούμπωνε κι ένα σύρμα στρογγυλεμένο για να περνάει στο χέρι. Στις γαβάνες, που συνήθως κρέμονταν με ξύλο απ' τον ώμο, έπαιρναν μαζί τους οι εργάτες το φαΐ στο χωράφι, σάλτσα ντομάτα, αν ήταν η εποχή της, σούπα με λάχανο και φασόλια, ό,τι λάχαινε, ανάλογα με τα υπάρχοντα του καθενός. Αφού καταστήσαμε σαφές ότι δεν ήμασταν τόσο χαϊβάνια όσο ίσως φαινόμασταν, επαναφέραμε την προσοχή μας στους φελλούς που ήταν ακινητοποιημένοι σε μια σκληρή σαν μολύβι επιφάνεια νερού. Έπεσε μεγάλη σιωπή, η ώρα πέρασε, κάποια στιγμή ένας από τους δυο μας κοίταξε και οι λεβέντες δεν ήταν πια εκεί. Νιώσαμε ένα σκίρτημα στην καρδιά και πήγαμε κι ανοίξαμε τη γαβάνα. Αντί για τα ψάρια, ήταν μέσα δυο κλαράκια που έπλεαν στο νερό. Πώς τα κατάφεραν οι κακούργοι, χωρίς τον παραμικρό θόρυβο, να σηκώσουν το καπάκι, να πιάσουν τα ψάρια και να τα βγάλουν έξω, είναι κάτι που μέχρι σήμερα δεν μπόρεσα να καταλάβω. Όταν φτάσαμε στο σπίτι και διηγηθήκαμε αυτό που μας είχε συμβεί, η θεία Μαρία Ελβίρα και ο θείος Φρανσίσκο έσκασαν στα γέλια εις βάρος μας.
Δεν μπορούσαμε να παραπονεθούμε, μας άξιζε."
Είναι μια από τις "Μικρές Αναμνήσεις", του πορτογάλου νομπελίστα συγγραφέα Ζοζέ Σαραμάγκου, στο ομώνυμο βιβλίο του, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ. [Έτος 1ης έκδοσης 2008, μετάφραση Αθηνά Ψυλλιά]
Ο Σαραμάγκου στο βιβλίο του παρουσιάζει, ως αυτοβιογραφία, αναμνήσεις από τα δεκαπέντε πρώτα χρόνια της ζωής του. Περιπέτειες, όπως η παραπάνω, "οικογενειακές ιστορίες, τα πρώτα σινεμά, η σχέση με τη θρησκεία, με το σχολείο, οι πρώτοι έρωτες και οι πρώτες απογοητεύσεις. Η αφήγηση είναι γεμάτη από τη διαύγεια και την τρυφερότητα ενός ανθρώπου που συνεχίζει να διατηρεί την επαφή του με το παιδί που κάποτε υπήρξε.", όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο.
Μένω, χωρίς καθόλου να το αμφισβητώ για το συγκεκριμένο βιβλίο, σε αυτό που λέει, πως ο συγγραφέας στην αφήγησή του έχει: "την τρυφερότητα ενός ανθρώπου που συνεχίζει να διατηρεί την επαφή με το παιδί που κάποτε υπήρξε" και το αντιδιαστέλλω με τη θέση του ίδιου του Σαραμάγκου, όπως διατυπώνεται στην αφήγηση μιας άλλης περιπέτειας του, σχετικά με τον τρόπο που, ως παιδί, εξόντωνε τα "μπακακάκια" με την ανελέητη όσο και εύστοχη σφεντόνα του. Γράφει, λοιπόν, απορώντας και ο ίδιος πως μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο: "Στ' αλήθεια η παιδική σκληρότητα δεν έχει όρια (κι αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος που δεν έχει όρια ούτε αυτή των ενηλίκων): τι μου έφταιγαν τα αθώα βατράχια, που άραζαν και μάζευαν ήλιο στα επιπλέοντα βρύα, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την ωραία ζέστη που ερχόταν από πάνω με τη δροσιά που ερχόταν από κάτω;"
Το βέβαιο είναι πως δεν έφταιγαν σε τίποτε τα βατράχια, γιατί το μόνο που διεκδικούσαν ήταν αυτό ακριβώς που τους ανήκε: μια θέση κάτω από τον ήλιο! Το πρόβλημα είναι αλλού.
Είναι στην σκληρότητα που είτε ως παιδιά, είτε ως ενήλικες δείχνουμε εμείς οι άνθρωποι, ακόμη κι αυτοί, που κουβαλώντας μέσα τους το παιδί που υπήρξαν κάποτε, μπορεί να γίνονται ή απλά να φαίνεται πως γίνονται τρυφεροί. Ακούγεται αντιφατικό; Ίσως να είναι αντιφατική η σκληρή τρυφερότητα, όσο και η τρυφερή σκληρότητα, αλλά υπάρχει, τάχα, πιο αντιφατικό πλάσμα από τον άνθρωπο; Υπάρχει πλάσμα περισσότερο "πολυμορφικό" από τον άνθρωπο, με ιδιότητες ετερόκλητες και εκφάνσεις αλληλοσυγκρουόμενες, που άλλοτε βουβάλι, άλλοτε βάτραχος, άλλοτε ό,τι λάχει, παρεμβαίνει σε όλα, επηρεάζοντας κάθε φυσική εξέλιξη, όπου, φυσικά, πάντα κάποιοι πληρώνουν το τίμημα; Κάποιοι, αλλά ποιοι το πληρώνουν τελικά; Οι καθ' ύλην αρμόδιοι ή όσα βατράχια πετύχει η πέτρα που εκσφεντονίζεται, μόνο και μόνο επειδή βρέθηκαν σε πεδίο βολής; Όπως λέει ο σοφός λαός: "όταν μαλώνουν τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια"! Όπως επίσης λέει και ο σοφός Σαραμάγκου, στο απόσπασμα που παρέθεσα, όπου περιγράφει πόσο ανόητοι, φάνηκαν αυτός και ο φίλος του Ζοζέ, όταν δυο αγύρτες τους πήραν μέσα από τη γαβάνα τα δυο καχεκτικά, πλην τιμίως αποκτηθέντα δια του ψαρέματος, δικά τους ψαράκια, έτσι κι εμείς, για ό,τι ακολουθήσει κι εφόσον διαπιστώσουμε να μειώνεται το έχειν μας "ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΠΑΡΑΠΟΝΕΘΟΥΜΕ, ΜΑΣ ΑΞΙΖΕΙ"
[Ας προσέχαμε...καλύτερα τις "γαβάνες" μας :)]
Μα γιατί τους άξιζε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε τι έφταιξαν για να τους αξίζει; Αν δεχθούμε ότι τους άξιζε είναι σαν να λέμε ότι και οι άλλοι το άξιζαν να τα πάρουν τελικά τα ψάρια! Ή, ακόμα χειρότερα, ότι αν δεν τα έπαιρναν, θα τους άξιζε τιμωρία!!
Δεν το αντιλαμβάνομαι, αν και μπορώ να ταυτιστώ και με το συγγραφέα και με αυτούς που τελικά έφαγαν τα ψάρια! (Όχι όμως και με το θείο Φρανσίσκο)
καλημέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν λέω: "τους άξιζε", αλλά "μας αξίζει"!!! Άρα αντιλαμβάνεσαι ότι ταυτίζω ημάς με τους παθόντες...:)
Αν δεν προσέχεις τα ψάρια σου, όπως και τα "κουκιά" σου, ειδικά όταν είναι μετρημένα, δε φταίνε ούτε τα ψάρια, ούτε τα κουκιά που θα στα φάνε άλλοι :)
Πολλοί δε περισσότεροι οι άλλοι...
φιλιά