"...Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο, προ πάντων δημιουργικό, που είναι καταδικασμένο να βαδίζει προς κάποιο σκοπό κατά πολύ συνειδητό τρόπο, και να 'ναι όπως ο μηχανικός, δηλαδή ν' ανοίγει ένα δρόμο αιώνια και ακατάπαυστα, αδιάφορο σε ποια κατεύθυνση. Μα τι θέλετε, ίσως του 'ρχεται καμιά φορά η επιθυμία να λοξοδρομήσει, γιατί είναι ακριβώς καταδικασμένος ν' ανοίξει ένα δρόμο• κι άκόμα γιατί όσο κουτός και να 'ναι γενικά ο άνθρωπος της δράσης, ο πρακτικός άνθρωπος, του 'ρχεται καμιά φορά στο κεφάλι πως ο δρόμος τελειώνει πάντα κάπου• πως το κυριότερο δεν είναι πού ο δρόμος πηγαίνει, αλλά να τον κάνει να τραβήξει μπρος και πως το φρόνιμο παιδί δεν εγκαταλείπει το επάγγελμα του μηχανικού και δε ρίχνεται στην ολέθρια τεμπελιά, που είναι, καθώς ξέρουμε, η μητέρα κάθε διαφθοράς. Ο άνθρωπος αγαπά να χτίζει και να χαράζει δρόμους, αυτό είναι αναμφισβήτητο. Μα γιατί ν' αγαπά μέχρι τρέλας και την καταστροφή, το χάος; Πήτε μου το λοιπόν! Πάνω σ' αυτό επιθυμώ να πω κι εγώ δυο λόγια, ξεχωριστά. Αν αγαπά τόσο την καταστροφή και το χάος (είναι αναμφισβήτητο πως το αγαπά, κάποτε μάλιστα πολύ) μήπως είναι γιατί εξ ενστίκτου φοβάται ότι θα φτάσει στο σκοπό, και ότι θα τελειώσει το οικοδόμημα που άρχισε; Πού ξέρετε; Ίσως να μην αγαπά το οικοδόμημα παρά μόνο από μακριά, μα καθόλου από κοντά• ίσως να θέλει μόνο να φτιάσει μα όχι να κατοικήσει• να το εγκαταλείψει μόνο στα οικιακά ζώα: στα μυρμήγκια, τα πρόβατα και τ' άλλα. Τα μυρμήγκια έχουν εντελώς διάφορο γούστο. Έχουν ένα οικοδόμημα καταπληκτικό στο είδος τους, ακατάστρεφτο: τη μυρμηγκοφωλιά.
Τα αξιοσέβαστα μυρμήγκια άρχισαν από τη μυρμηγκοφωλιά και θα τελειώσουν ασφαλώς εκεί, πράγμα που τους περιποιεί μεγάλη τιμή για την επιμονή τους και το θετικό τους πνεύμα. Ο άνθρωπος όμως είναι επιπόλαιο πλάσμα, ανισόρροπο και ίσως όπως ο παίχτης του ζατρικίου, αγαπά μόνο το παίξιμο και όχι το σκοπό του παιχνιδιού. Και ποιος ξέρει (δεν μπορούμε να απαντήσουμε) ίσως ο σκοπός στον οποίον τείνει η ανθρωπότητα να είναι μόνο το ακατάπαυστο παίξιμο, με άλλα λόγια.
Ενδιαφέρεται μονο για την ίδια τη ζωή κι όχι γαι το σκοπό της που δεν είναι άλλο βέβαια παρά το δυο και δυο κάνουν τέσσερα, δηλαδή ένας τύπος. Μα δυο και δυο κάνουν τέσσερα, δεν είναι πια η ζωή, κύριοι, είναι το αρχίνισμα του θανάτου. ΄Αλλωστε ο άνθρωπος φοβήθηκε πάντα αυτό το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, και το φοβάμαι κι εγώ ακόμα. Ας παραδεχτούμε πως ο άνθρωπος άλλο δεν κάνει παρά ν' αναζητεί το δυο και δυο κάνουν τέσσερα• διασχίζει ωκεανούς, ριψοκινδυνεύει τη ζωή του στα ψαξίματά του, μα το να βρει κάτι πραγματικά το φοβάται, το φοβάται στα γερά. Καταλαβαίνει πως όταν θα το βρει δε θα ΄χει πια τίποτε άλλο να ζητήσει. Οι εργάτες σαν αποτελειώσουν τη δουλειά τους, παίρνουν τουλάχιστον χρήματα, πάνε στο καπηλιό και έπειτα ψάχνουν πάλι για δουλιά. Και να, βρίσκουν για άλλες έξι μέρες. Μα ο άνθρωπος πού θα πάει; Ναι, βλέπει κανείς πως αρχίζει να στενοχωριέται, όταν φτάνει στο σκοπό του. Αγαπά το πώς να τον φτάσει μα όχι και να τον φτάσει, ολότελα. Αυτό βέβαια είναι παράξενο. Με μια λέξη ο άνθρωπος είναι παράξενα καμωμένος. Χωρίς άλλο κάτι το αστείο υπάρχει μέσα σε όλα αυτά. Μα δυο και δυο κάνουν τέσσερα, αυτό είναι ανυπόφορο πράγμα. Δυο και δυο κάνουν τέσσερα! Μα κατά τη γνώμη μου, κύριοι είναι αυθάδεια.
Δυο και δυο κάνουν τέσσερα, μοιάζει με κάποιον αυθάδη που στέκεται στη μέση του δρόμου, με τα χέρια στη μέση και σου τον φράζει, σε προκαλεί. Συμφωνώ, δυο και δυο κάνουν τέσσερα, είναι έξοχο πράγμα: μα για να το θαυμάσω, όχι!
Λοιπόν, δυο και δυο κάνουν πέντε, είναι καμμιά φορά πιο χαριτωμένο αυτό."
Είναι ένα απόσπασμα από το αυθεντικό χειρόγραφο του Ορντίνωφ, ο οποίος καταγράφει έναν διάλογο που στήνει με τους φανταστικούς του ακροατές, από ανάγκη να βγάλει από μέσα του τη περίσσεια του οργή, την αγανάκτηση, το θυμό, μα κυρίως - θα έλεγα εγώ - το μεγάλο του παράπονο.
Ο Ορντίνωφ είναι ο ήρωας του Ντοστογιέφσκι στο "ΥΠΟΓΕΙΟ", και όπως λέει ο ίδιο ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, στην αρχή του βιβλίου:
"Ακέρια τα χειρόγραφα του Ορντίνωφ θα διαβάσετε. Ένοιωθε τον εαυτό του, και δεν είχε άδικο, σαν εξόριστο απ' όλο τον κόσμο, μακριά από την κίνηση και το φως, μακριά από τη ζωή. Για τούτο θα βρει κανείς συχνά στις γραμμές του τη λέξη "Υπόγειο". Ζούσε πραγματικά σάμπως σ' ένα "πνευματικό υπόγειο", είχε ένα ΠΝΕΥΜΑ ΥΠΟΧΘΟΝΙΟ, αναμετρώντας πάντα όλα τα σκοτάδια της σκέψης του, κι ανασκαλεύοντας πάντα, όλο και πιο βαθιά τα μαρτύρια της συνείδησής του: "η συνείδηση είναι αρρώστια" γράφει κάπου. [...]
Από το Υπόγειο λοιπόν μπορεί να πει κανείς πως αρχίζει η πένθιμη αυτή ιστορία ενός ανθρώπου που υπήρξε θύμα του δικού του μονάχα φωτεινού μυαλού. Γιατί ο άνθρωπος αυτός είδε και γνώρισε τον εαυτό του, κι η μοίρα του είναι η θλιβερή απάντηση στο αρχαίο απόφθεγμα: "Γνώθι σαυτόν"- Όχι δεν είναι καλό να γνωρίζει ο άνθρωπος τον εαυτό του. "
Έτσι κλείνει ο Ντοστογιέφσκι τον δισέλιδο πρόλογό του, για να δώσει στη συνέχεια το λόγο στον ήρωα του, τον Ορντίνωφ, και δια στόματος αυτού να πει κουβέντες που εξοργίζουν, όχι γιατί είναι ολότελα αναδαφικές ή ψευδείς, μα ακριβώς για το αντίθετο, επειδή το βάρος της αλήθειας που περιέχουν είναι, ενίοτε, δυσβάσταχτο.
Και γίνονται ακόμη βαρύτερα τα νοήματα, αν διαβάζει κανείς τα 'χειρόγραφα' του Ορντίνωφ, αμέσως μετά το δελτίο ειδήσεων των οχτώ, όπου έχει ήδη πάρει ένα μάθημα 'ανατρεπτικών' μαθηματικών από τον ΓΓ της ΕΣΥΕ. Στην περίπτωση αυτή βέβαια, στα μαθηματικά δηλαδή του Γενικού Γραμματέα, μια 'λογοτεχνική εξίσωση', όπως αυτή του Ορντίνωφ: "δύο και δύο κάνουν πέντε", ωχριά μπρος στις εξισώσεις που κάποιοι επιστήμονες της Στατιστικής επινόησαν, όχι, όπως οι λογοτέχνες με σκοπό να ανατρέψουν τη Λογική, αλλά για να προσβάλουν τη δική μας. Παρόλα αυτά υπάρχει ένα σημείο στο οποίο, νομίζω, συγκλίνουν τρόπον τινά οι θέσεις των Ορντίνωφ και ΓΓ. Είναι εκείνο το σημείο όπου ο πρώτος καθιστά σαφή τη διάκριση μεταξύ ανθρώπου και εργάτη, ενώ ο δεύτερος με την... προσήκουσα ασάφεια του πολιτικού λόγου, διακρίνει τους ανθρώπους σε πολιτικούς και μη.
Αναρρωτιέμαι τι ήρωες θα επινοούσε ο Ντοστογιέφσκι, αν παρακολουθούσε μαζί μας τα δελτία των ειδήσεων.
Αυτή τη φορά έχω να κάνω ένα αποκλειστικά λογοτεχνικό σχόλιο. Κατάφερα να διαβάσω το υπόγειο (πριν από αρκετά χρόνια) μόνο μετά την τέταρτη προσπάθεια. Κάθε φορά που προσπαθούσα να γλιστρήσω στον αρρωστημένο, αλαζονικό και μεγαλοφυή κόσμο του Ορντίνωφ, ο οργανισμός μου αντιδρούσε. Όταν η συκγυρία το επέτρεψε και η διάθεσή μου ήταν τόσο σκατένια όσο του ντοστογιεφσκικού αντι-ήρωα, το διάβασα. Το υπόγειο και ο παίχτης, που είχα διαβάσει πολύ νωρίτερα, μου δημιούργησαν την εντύπωση πως αν ο Ντοστογιέφσκυ είχε γεννηθεί εκατό χρόνια αργότερα θα ήταν ο Μπουκόφσκι της εποχής μας. Και οι δύο αφοπλιστικά αληθινοί, κατευθυνόμενοι από τα πάθη τους, αποδέκτες της μοίρας τους: άνθρωποι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤώρα τελευταία φαίνεται ότι μιλάω, διαβάζω και συναναστρέφομαι σχεδόν αποκλειστικά με υπερ-ανθρώπους. Όλοι άψογοι, γνώστες, με απαντήσεις για τα πάντα, περισπούδαστοι και καθαροί... τι βαρετοί
xaxaxa! Είσαι απίστευτος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε χορταίνω να διαβάζω τα σχόλια σου ;)
Νομίζω πως αν είχες γεννηθεί ενάμιση αιώνα πριν θα ήσουν εφάμιλλος του Ambrose Bierce!
[χαίρομαι πολύ που σε γνώρισα]
Καλή σου μέρα
Καλημέρα Κατερίνα
ΑπάντησηΔιαγραφήΥποκλίνομαι στον απίστευτο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς.Τον παίχτη και το "Υπόγειο" δεν τα έχω διαβάσει μόνο το "Εγκλημα και Τιμωρία" και φυσικά τον "Ηλίθιο" αλλά και πάλι υποκλίνομαι!!!!
Μay the force be with yoy!
παρομοίως;)
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυτυχώς 2 + 2 = 4... (συνήθως τουλάχιστον!)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν και το έργο του Ντοστογιέφσκι δεν το έχω διαβάσει, αλλά δεν το ήξερα κιόλας μου δημιούργησε σκέψεις – όπως όλα τα κείμενά σου, Κατερίνα – τις οποίες θα ήθελα πολύ να μοιραστώ! Επαναστατικά (ίσως) έβαλα τον παραπάνω τίτλο, σ’ αυτές τις σκέψεις. Διαβάζοντας το άρθρο δεν σκέφτηκα τα δελτία ειδήσεων, αλλά τους μαθητές της Γ΄Λυκείου. Όχι από εμπειρία ως καθηγήτρια (που δεν την έχω), αλλά ως μαθήτρια περισσότερο. Ίσως, Κατερίνα, μου «βγάζεις» παράπονα, σκέψεις κι αναμνήσεις που τώρα κατανοώ περισσότερο. Αναρωτιέμαι: «Ο άνθρωπος φοβήθηκε πάντα αυτό το δύο και δύο κάνουν τέσσερα...διασχίζει ωκεανούς για να το βρει...κι όταν το βρει δεν θα έχει τι να αναζητήσει... Μα δύο και δύο κάνουν τέσσερα, δεν είναι πια ζωή...είναι το αρχίνισμα του θανάτου». Κι αν είναι αυτό που τους ηρεμεί σ’ αυτήν την τελείως ανοργάνωτη κι απρόβλεπτη ζωή; Αν είναι ο εφησυχασμός τους για κάτι βέβαιο, όταν εκπαιδεύονται για τις απαντήσεις τους, ακόμα και στο μάθημα της Λογοτεχνίας ή της ανάπτυξης λόγου στην Έκθεση, ώστε να περάσουν στη σχολή που θέλουν; Ακούω τους γονείς στο γυμνάσιο να λένε: «Τα παράτησε τα μαθηματικά, θέλει να σπουδάσει γιατρός» κι αναρωτιέμαι (από μέσα μου κι ίσως, μου βγαίνει κι απ’ έξω μου) σε ποιά χώρα ζουν, τόση βεβαιότητα, τέτοια οργάνωση και πρόγραμμα. Λες και ξεχνάμε το πως αλλάζει το σύστημα για την εισαγωγή στη τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα και σε τι ετοιμότητα πρέπει να βρίσκονται καθηγητές και μαθητές σε χρόνο μηδαμινό. «Ο άνθρωπος στεναχωριέται όταν φτάνει στο σκοπό του» Ναι! Θυμάμαι όταν διάβαζα για τις πανελλήνιες εξετάσεις, σκεφτόμουν το Μαθηματικό τμήμα κι ακούγοντας τον στίχο: «Η ευτυχία είναι αυτό που περιμένουμε να΄ρθεί» συμφωνούσα! Όταν, όμως, έκανα την πρώτη διαδρομή για τη σχολή (2,5 ώρες με συγκοινωνία εντός Αττικής, παρακαλώ), όταν πέρασα το πρώτο μάθημα, όταν ορκίστηκα, όταν «ξαναπήγα» σχολείο, όταν συνέχισα στο μεταπτυχιακό...Αν ο κόπος γι’ όλα αυτά δεν ήταν μεγάλος, η χαρά δεν θα ήταν στο τετράγωνό του! Ίσως, στον παραλογισμό της ζωής και στην πάλη για τα αυτονόητα, πολλές φορές, αναζητάς αυτό το «δύο και δύο κάνει τέσσερα», όχι για «τεμπελιά», αλλά για κουράγιο να συνεχίσεις! Και ναι... Ο σκοπός είναι η ίδια η ζωή κι ό,τι δημιουργείς μπορεί (ανικανοποίητα) να σε κάνει να σκέφτεσαι το επόμενο βήμα, αλλά το μυστικό (της ικανοποίησης) είναι να ξέρεις που στηρίχτηκες, ακόμα κι αν το προηγούμενο βήμα σ’ έκανε να πέσεις!