Στο τέλος του 2006 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ το βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη, "ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΥΣ, Η 17η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ", το οποίο, τη χρονιά που ακολούθησε, για διάφορους λόγους, διάβασα περισσότερες από τέσσερις φορές σημειώνοντας σε κάθε σελίδα, υπογραμμίζοντας, βάζοντας ερωτηματικά εδώ κι εκεί και γεμίζοντας τα περιθώρια με σχόλια για μελλοντικές αναγνώσεις, αναζητήσεις και νέους προβληματισμούς. Το βιβλίο του Δοξιάδη μου άνοιξε ένα καινούριο παράθυρο, μου έδειξε ένα νέο τρόπο στην προσέγγιση της ιστορίας των Μαθηματικών, ιδωμένης σε μια τέλεια εναρμόνιση με την ιστορία των ιδεών γενικότερα. Συχνά από τότε, είτε για συζητήσεις που έγιναν σε λέσχη ανάγνωσης είτε για προσωπική μου ενημέρωση κι ευχαρίστηση ξεφύλλιζα τις 365 σελίδες του βιβλίου. Συνήθως όμως η προσοχή μου επικεντρωνόταν στο τρίτο μέρος του, ένα δοκίμιο δομημένο σε μορφή διαλόγου, πλατωνικού, όπου ο συγγραφέας απαντάει στις ερωτήσεις του Γ.Ε., ενός επινοημένου συνομιλητή που παίζει τον ίδιο ρόλο που παίζει ο Συμπλίκιος στο διάλογο του Γαλιλαίου, "Πού βρίσκεται το κέντρο του Σύμπαντος;", επειδή κάποιος τέλος πάντων θα πρέπει πάντα να θέτει τα ερωτήματα, ειδικά στην περίπτωση που τα απαντήματα, ωσάν αρτοποιήματα, έχουν τρόπον τινά "προπαρασκευαστεί", έχουν "ροδοψηθεί" και είναι πλέον έτοιμα προς βρώσιν και τέρψιν.(!)
(είναι σαν κι αυτό που λέει ο ποιητής: "...ήρθε η ώρα που οι απαντήσεις είναι έτοιμες πια να ερωτηθούν..." ).
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, θα επανέλθω με μια - τουλάχιστον- επόμενη ανάρτηση, κάτι που θεωρώ αναγκαίο, προκειμένου να τακτοποιήσω στο κεφάλι μου όλες τις σκέψεις και τον ευρύτερο προβληματισμό που μου έχει προκύψει με την ανάγνωση του βιβλίου αυτού και που παρά το ό,τι έχουν περάσει ήδη τρία χρόνια από εκείνη την πρώτη εντύπωση που μου δημιούργησε, παραμένει στη σκέψη μου και προκαλεί συνεχώς νέα ερεθίσματα, ανοίγοντας όλο και περισσότερα παράθυρα που, ίσως, διαφορετικά, παρέμεναν ερμητικά κλειστά.
Αυτό που θα ήθελα να σχολιάσω τώρα είναι το πρώτο μέρος του βιβλίου, ένα σύντομο "δοκίμιο", τριάντα σελίδων, που θα έλεγα πως έχει τη μορφή ημερολογίου, από αυτά που συνηθίζουν να κρατούν οι συγγραφείς κατά τη διάρκεια της "αναμέτρησής" τους με ένα έργο τους.
Είναι ένα τριαντασέλιδο, που αποτελεί μάλλον μια αναλυτική καταγραφή των προβληματισμών του συγγραφέα, για τον τρόπο που θα προσεγγίσει το θέμα, το οποίο ένα βράδυ του Δεκέμβρη, του 2000, εμπνεύστηκε, από την επίσκεψη της μούσας, καθώς διάβαζε ένα θεατρικό έργο του Χάρολντ Πίντερ. Ο Α.Δ. σε ένα μονόλογο με τον εαυτό του απαντάει, μάλλον, σε ερωτήματα που του έχουν γίνει, κατά καιρούς, για τον Θείο Πέτρο και για τη σχέση του με τα Μαθηματικά.
Στον διερευνητικό-απαντητικό του αυτόν μονόλογο ο Α.Δ. αναφέρεται σε βιβλία άλλων συγγραφέων, για τα οποία κάνει ένα σύντομο, πλην συγκριτικό, σχολιασμό. Μεταξύ των βιβλίων αυτών είναι και του Στέφαν Τσβάιχ "Σκακιστική Νουβέλα", για το οποίο γράφει:
"Το βιβλίο μου είναι "για" τα μαθηματικά μόνο με τον τρόπο που η μεγαλειώδης Σκακιστική νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ είναι "για" το σκάκι - που δεν είναι. Το σκάκι λειτουργεί στον Τσβάιχ ως μεταφορά, ως βάση ενός μύθου - ακριβώς όπως τα μαθηματικά στον Θείο Πέτρο."
Είχα διαβάσει, όσο ακόμη ήμουν στο Λύκειο , το "ΑΜΟΚ", όπως και το "24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας" κι ενώ θυμάμαι πως το δεύτερο με είχε ενθουσιάσει, μόνο από το πρώτο έχουν μείνει κάποιες εικόνες στο μυαλό μου. Η γενική αίσθηση πάντως ήταν το απόλυτο πάθος που περιγράφει ο Τσβάιχ στα ψυχογραφήματά του, γιατί περί ψυχογραφημάτων πρόκειται, όπου με έναν τρόπο θαυμαστό διεισδύει στα σκοτεινά άδυτα της ψυχής και της σκέψης των ηρώων του, εκεί που οι διαδρομές από τη λογική στην τρέλα και, ξανά, πίσω ή, καλύτερα, από την παράνοια στους αλγόριθμους και τούμπαλιν, συντελούνται σα να είναι αναπόφευκτες, σα να είναι οι προδιαγεγραμμένες, μοναδικές, διαδρομές, στις οποίες ωθείται κανείς όταν φτάνει στην εσχατιά του τίποτε και λίγο παραπέρα.
Καθώς, λοιπόν, είμαι σε μια φάση, ας πούμε, κλεισίματος παλιών και νέων λογιαριασμών, διάβασα επιτέλους και τη Σκακιστική νουβέλα, που στο οπισθώφυλλο γράφει "το τελευταίο αριστούργημα του Στέφαν Τσβάιχ, δημοσιεύτηκε το 1943 στη Στοκχόλμη. Μεταθανάτια έκδοση, αφού ο συγγραφέας αυτοκτόνησε τον προηγούμενο χρόνο μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του στη Βραζιλία, τον τόπο όπου πήγε το 1940 αυτοεξόριστος. Θεωρούσε την καταστροφή της Ευρώπης στη δεκαετία του '40 ως την καταβαράθρωση όλου του του έργου. Η Σκακισική νουβέλα αποτελεί μια μόλις καλυμμένη εξομολόγηση...[ ]... Ο συγγραφέας αναπτύσσει με μεγαλειώδη τρόπο το θέμα του πνευματικού εγκλεισμού που δεν μπορεί να βρει διέξοδο παρά μόνο στην τρέλα..."
Ο δρ. Μπ., ο ήρωας του βιβλίου, στην αφήγησή του για την καταναγκαστική ενασχόλησή του με το σκάκι λέει:
"Ήταν μια μανία ενάντια στην οποία δεν μπορούσα να αμυνθώ. Από το πρωί μέχρι το βράδυ δεν σκεφτόμουν άλλο τίποτα παρά στρατιώτες, πύργους, βασιλιάδες και αξιωματικούς και Α και Β και Γ και ματ και ροκέ. Όλη μου η ύπαρξη, όλες μου οι αισθήσεις συγκεντρώνονταν στα τετραγωνάκια της σκακιέρας. Η χαρά του παιχνιδιού είχε σταδιακά μετατραπεί σε μανία, η μανία σε εμμονή, η εμμονή σε μια φρενιτιώδη λύσσα, που δεν τυραννούσε μονάχα τις ώρες του ξύπνιου μου, αλλά γρήγορα άρχισε να εξουσιάζει και τον ύπνο μου. Δεν μπορούσα πια να σκεφτώ τίποτα έξω απο το σκάκι, τις κινήσεις των πιονιών του, τα στρατηγικά του προβλήματα, Μερικές φορές ξυπνούσα με το μέτωπο μουσκεμένο στον ιδρώτα και συνειδητοποιούσα ότι άθελά μου είχα συνεχίσει το παιχνίδι και στον ύπνο μου..."
και κάπου αλλού μας λέει:
"Το να θέλει λοιπόν κανείς να παίξει σκάκι εναντίον του εαυτού του αποτελεί παραδοξότητα ίδια με το να θέλει να πηδήσει τον ίδιο του τον ίσκιο."
Κι όμως δεν είναι, νομίζω, λίγες οι φορές που κάνουμε τέτοια είδους άλματα υπέρβασης. Στήνουμε μια παρτίδα και καθόμαστε να την παίξουμε μόνοι μας, σα να θέλουμε να φτάσουμε σε ένα φως άπλετο, μακριά από κάθε σκιά, ακόμη και τη δική μας...Εκεί κάπου αρχίζει και η παράνοια. Ευτυχώς που σε αντιστάθισμα υπάρχει η σωτήρια ενασχόληση με τους αλγόριθμους. Η "διαδρομή" από την παράνοια στους αλγόριθμους είναι, σίγουρα, στους περισσότερους από μας, καλά χαραγμένη στο γονίδιο μας, γιατί πώς αλλιώς θα επιβίωνε το είδος μας?!
Και η διαδικασία ανακατεύθυνσης μπαίνει σε λειτουργία από μόνη της, όταν υποσυνείδητα αντιλαμβάνεται κανείς πως κινδυνεύει. Το ίδιο κάνει και ο δρ. Μπ.στη Σκακιστική νουβέλα. Εγκαταλείπει την εμμονή του! Βέβαια, δε γνωρίζω τι κάνει μετά την εγκατάλειψη αυτή και πώς ακριβώς πορεύεται, επειδή κάπου εκεί τελειώνει το βιβλίο. Μπορώ όμως, με το δικαίωμα της αναγνώστριας, να συνεχίσω την πλοκή όπως θέλω, σωστά; Και είμαι πάντα υπέρ των πολλών ευκαιριών και των εξίσου πολλών επιλογών, ακόμη κι όταν δε χρειάζονται επιλογές λόγω της βεβαιότητας που μπορεί να έχουμε για κάποια πράγματα. Ακόμη και τότε, πιστεύω, η επίγνωση της ύπαρξης εναλλακτικών ατσαλώνει τις αποφάσεις μας (βλέπε και "όταν έκλαψε ο Νίτσε" του Γιάλομ).
Γι' αυτό θεωρώ πως θα πρέπει κανείς να βάζει το σκάκι δίπλα στο τάβλι και να σκέφτεται πριχού απλώσει το χέρι να διαλέξει τι θα παίξει...Απλά να σκέφτεται, κι αν αλλάζει γνώμη, τότε να αλλάζει παιχνίδι, όπως αλλάζει διαδρομή και τούμπαλιν.
Ή εν πάση περιπτώσει να επιλέγει τη βάση του μύθου του, βάζοντας στη συσκευασία και μια "κάρτα αλλαγής", για κάθε ενδεχόμενο!
Τώρα, μεταξύ μας, αν κάποιος έχει τη δυνατότητα να επινοήσει ένα νέο είδος σκακιού που θα χρησιμοποιεί πότε πότε και ζάρια, ε, τότε σίγουρα θα είναι καλύτερα!!!
Εκτός πια κι αν δηλώνει: "ταβλαδώρος, και εκ φύσεως και εκ πεποιθήσεως!" :):):)
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ-ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ βιβλίων που η θεματική τους άπτεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στον ευρύτερο χώρο των Μαθηματικών, της Λογοτεχνίας, της Φιλοσοφίας και όχι μόνο... Προβληματισμοί μέσα κι έξω από τη σχολική τάξη Θέσεις/αντιθέσεις/ αντιπαραθέσεις με στόχο τις συνθέσεις :)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Σαν σκακιστής με χτένα
ΑπάντησηΔιαγραφήαθροίζω σχόλιο
απ' το 0 στο 1 :-)