"Κάτι θα γίνει, θα δεις" ήταν ο τίτλος της συλλογής διηγημάτων που διάβασα στην αρχή της χρονιάς που εκπνέει. Το βιβλίο είχε κάνει ήδη οκτώ εκδόσεις και μια ανατύπωση, όταν το αγόρασα. Εγώ δεν είχα αντιληφθεί μέχρι τότε την επιτυχία του, ούτε μου το συνέστησε κάποιος φίλος. Και δεν είχε τύχει να διαβάσω κάποια σχετική κριτική. Αλλά αυτός ο τίτλος, αυτό το "Κάτι θα γίνει, θα δεις", που έπεσε στο μάτι μου καθώς χάζευα στην προθήκη του βιβλιοπωλείου, αντήχησε μια νότα αισιοδοξίας που την είχα ανάγκη, την είχα πολλή ανάγκη στην αρχή της χρονιά που σε λίγο εκπνέει. Κι έτσι παραβλέποντας το νεαρό της ηλικίας του συγγραφέα, Χρήστου Οικονόμου γεννηθέντα εν έτει 1970, το αγόρασα. Εκδόσεις Πόλις, "Κάτι θα γίνει, θα δεις". Και το διάβασα. Και είδα. Ή μάλλον ένιωσα. Ένιωσα μια γερή γροθιά στο στομάχι. Πολλές γροθιές στο στομάχι. Συγκεκριμένα δεκάξι γροθιές, τόσες όσα και τα διηγήματα. Κάποια πόνεσαν περισσότερο. Ο "μολυβένιος στρατιώτης", το "πλακάτ από σκουπόξυλο", το "μουστάκι από κάρβουνο", ήταν που πόνεσαν περισσότερο. Έκλαψα, θύμωσα, αγανάκτησα, εκνευρίστηκα. Και θαύμασα! Θαύμασα τη γραφή και το ύφος ενός νέου στην ηλικία πεζογράφου, που, ενώ ο ίδιος σε συνέντευξή του λέει ότι έχει δεχτεί επιρροές από Αμερικανούς διηγηματογράφους, εγώ διαβάζοντάς τον, θυμήθηκα αγαπημένους κλασικούς έλληνες συγγραφείς.
Κι έτσι αυτές τις μέρες, στην εκπνοή της χρονιάς και του χρόνου διαβάζω πάλι Οικονόμου. Διαβάζω την τελευταία συλλογή διηγημάτων του με τον εξίσου αισιόδοξο τίτλο "Το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα"! Είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας διηγημάτων για τους εμφύλιους που διεξάγονται σε ένα νησί του Αιγαίου. Σε ποιο νησί; Δεν έχει σημασία. Δεν είναι ο τόπος το θέμα. Είναι οι δυσκολίες του και οι άνθρωποί του, που είναι χωρισμένοι στα δύο. Στους "ξενομπάτες", τους λογής λογής "Αθηναίους", για την ακρίβεια τους λογής λογής στερεοελλαδίτες, που αφού ξεμείνανε από δουλειά, από σπίτι, από πίστη, από κοινωνία, από όνειρα, από ελπίδα κι από ό,τι άλλο μπορεί να δένει τον άνθρωπο με έναν τόπο και μια ζωή, κατέφυγαν στο νησί, με οικογένειες, με γυναίκες, με παιδιά, για να κάνουν μια νέα αρχή από το τίποτα, για να ζήσουν μια νέα ζωή απ' την αρχή.
"Όλοι παραμιλάμε. Όλοι εμείς οι ξενομπάτες, όλοι οι Αθηναίοι παραμιλάμε. Και παραμιλάμε και παραμιλάμε - μιλάμε πολύ δηλαδή, πώς το λένε. Ένα μυστήριο πράγμα όμως. Μιλάμε συνέχεια όπου κι αν είμαστε, μ' όποιον κι αν είμαστε. Κι αν δεν είναι κανείς τριγύρω, μιλάμε μόνοι μας. Όλοι παραμιλάμε. Κι εγώ βέβαια, τι νόμιζες; Ξέρεις πόσες φορές με πιάνω στο χωράφι να μιλάω στις ντομάτες και στ' αγγουράκια; Άλλοι μιλάνε στα σκυλιά, στις γάτες και στους γλάρους, άλλοι μιλάνε στο Θεό ή στους πεθαμένους ή στους ανθρώπους που άφησαν πίσω στον τόπο τους. Και τις νύχτες του χειμώνα στέκονται κουκουλωμένοι μπροστά στο παράθυρο και μιλάνε στο σκοτάδι. Κι αν δεν ήσουν άνθρωπος, αν ήσουν ας πούμε η νύχτα, ο άνεμος, η φωτιά στο τζάκι ή ο καπνός που βγαίνει απ' τη σόμπα ή το μαγκάλι - αν ήσουν η ζεστασιά και το άρωμα που βγάζει το καμένο ξύλο, εκείνη η ζεστασιά που σου δίνει λίγη ελπίδα ότι δεν χάθηκαν ακόμα όλα, μια ελπίδα που παρακαλάς να μη σβήσει μόλις γίνει το ξύλο κάρβουνο, κούτσουρο μαυρισμένο -, αν ήσουν κάτι απ' όλα αυτά, θα τους άκουγες να μιλάνε ώρες ολόκληρες στο σκοτάδι και στα φώτα των απέναντι νησιών ή στα βαπόρια που περνάνε." (σελ. 38-39).
Και στα βαπόρια που φλέγονται, καταμεσής στη θάλασσα, κουβαλώντας πάνω τους αθώους.
Και από πουθενά δεν λείπουν οι αρουραίοι. Από πουθενά!
Τους συναντάς στις διηγήσεις του Οικονόμου, τους συναντάς στα media, τους συναντάς παντού!
Τόσο πολύ μου άρεσε.
Κι έτσι αυτές τις μέρες, στην εκπνοή της χρονιάς και του χρόνου διαβάζω πάλι Οικονόμου. Διαβάζω την τελευταία συλλογή διηγημάτων του με τον εξίσου αισιόδοξο τίτλο "Το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα"! Είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας διηγημάτων για τους εμφύλιους που διεξάγονται σε ένα νησί του Αιγαίου. Σε ποιο νησί; Δεν έχει σημασία. Δεν είναι ο τόπος το θέμα. Είναι οι δυσκολίες του και οι άνθρωποί του, που είναι χωρισμένοι στα δύο. Στους "ξενομπάτες", τους λογής λογής "Αθηναίους", για την ακρίβεια τους λογής λογής στερεοελλαδίτες, που αφού ξεμείνανε από δουλειά, από σπίτι, από πίστη, από κοινωνία, από όνειρα, από ελπίδα κι από ό,τι άλλο μπορεί να δένει τον άνθρωπο με έναν τόπο και μια ζωή, κατέφυγαν στο νησί, με οικογένειες, με γυναίκες, με παιδιά, για να κάνουν μια νέα αρχή από το τίποτα, για να ζήσουν μια νέα ζωή απ' την αρχή.
Κι από την άλλη, οι ντόπιοι κάτοικοι του νησιού, οι αρουραίοι, άνθρωποι σκληροί κι απάνθρωποι. Χυδαίοι με εκείνη τη χυδαιότητα των ανθρώπων που νιώθουν πως τους ανήκουν τα πάντα, πως είναι οι μοναδικοί δικαιούχοι... Πως είναι οι νομοθέτες, οι εκτελεστές, οι δικαστές. Άνθρωποι αφεντικά, που τους χρωστάς τη ζωή σου, κι ακόμα χειρότερα, που τους χρωστάς την αξιοπρέπειά σου.
Ελέγχουν τα πάντα. Τη γη, τα μαγαζιά, τα κορίτσια, την παραγωγή.
Ανάμεσά τους ένας διαρκής πόλεμος. Ένας εμφύλιος. Ένα ξέσκισμα της σάρκας και της ψυχής, μια αποστράγγιση του νοήματος, ένας θάνατος της σιωπής... Ένα νησί γεμάτο φωνές αγωνίας και παραμιλητά απόγνωσης.
"Όλοι παραμιλάμε. Όλοι εμείς οι ξενομπάτες, όλοι οι Αθηναίοι παραμιλάμε. Και παραμιλάμε και παραμιλάμε - μιλάμε πολύ δηλαδή, πώς το λένε. Ένα μυστήριο πράγμα όμως. Μιλάμε συνέχεια όπου κι αν είμαστε, μ' όποιον κι αν είμαστε. Κι αν δεν είναι κανείς τριγύρω, μιλάμε μόνοι μας. Όλοι παραμιλάμε. Κι εγώ βέβαια, τι νόμιζες; Ξέρεις πόσες φορές με πιάνω στο χωράφι να μιλάω στις ντομάτες και στ' αγγουράκια; Άλλοι μιλάνε στα σκυλιά, στις γάτες και στους γλάρους, άλλοι μιλάνε στο Θεό ή στους πεθαμένους ή στους ανθρώπους που άφησαν πίσω στον τόπο τους. Και τις νύχτες του χειμώνα στέκονται κουκουλωμένοι μπροστά στο παράθυρο και μιλάνε στο σκοτάδι. Κι αν δεν ήσουν άνθρωπος, αν ήσουν ας πούμε η νύχτα, ο άνεμος, η φωτιά στο τζάκι ή ο καπνός που βγαίνει απ' τη σόμπα ή το μαγκάλι - αν ήσουν η ζεστασιά και το άρωμα που βγάζει το καμένο ξύλο, εκείνη η ζεστασιά που σου δίνει λίγη ελπίδα ότι δεν χάθηκαν ακόμα όλα, μια ελπίδα που παρακαλάς να μη σβήσει μόλις γίνει το ξύλο κάρβουνο, κούτσουρο μαυρισμένο -, αν ήσουν κάτι απ' όλα αυτά, θα τους άκουγες να μιλάνε ώρες ολόκληρες στο σκοτάδι και στα φώτα των απέναντι νησιών ή στα βαπόρια που περνάνε." (σελ. 38-39).
Και στα βαπόρια που φλέγονται, καταμεσής στη θάλασσα, κουβαλώντας πάνω τους αθώους.
Και από πουθενά δεν λείπουν οι αρουραίοι. Από πουθενά!
Τους συναντάς στις διηγήσεις του Οικονόμου, τους συναντάς στα media, τους συναντάς παντού!
ΕΠΙΒΑΤΗΣ ΠΛΟΙΟΥ από realmedialive
Όμως, θέλω να είμαι αισιόδοξη και να πιστεύω πως το ΚΑΛΟ ΘΑ ΕΡΘΕΙ,
"το καλό θα' ρθει, από τη θάλασσα". Μακάρι.
Το ΚΑΛΟ, ας έρθει από όπου θέλει... Ας έρθει από τη θάλλασα..
Καράβι καλοτάξιδο, να πάρει μακριά τους αρουραίους, κι όλα αυτά τα σύννεφα που σκιάζουν την καρδιά μας.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Για μια ενδιαφέρουσα γνωριμία με τον Χρήστο Οικονόμου και τη Λογοτεχνία της ... δοκιμασίας, δείτε εδώ