Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

" ΤΟ ΚΥΜΑ

"Ναι;!" Έκλεισα το τηλέφωνο στη στιγμή και έτρεξα προς το μπάνιο. Είχα μείνει έκπληκτος με τον εαυτό μου. Πρώτη φορά στη ζωή μου κατάφερα να ετοιμαστώ μέσα σε είκοσι λεπτά! Όταν άκουσα το κουδούνι να χτυπά, έτρεξα και με φόρα κατάφερα να ανέβω και τα τέσσερα σκαλάκια του σαλονιού με τη μία. Κοντοστάθηκα κοιτώντας τα. Ναι, είχα μείνει έκπληκτος με τα επιτεύγματά μου εκείνη την ημέρα. Άνοιξα την πόρτα, χαιρέτησα το φίλο μου που είχε έρθει να με πάρει, πήρα λεφτά και έφυγα.
Ήμασταν και οι δύο πολύ βιαστικοί στο δρόμο. Σχεδόν τρέχαμε. Που και που ανταλλάσσαμε καμιά κουβέντα, έχοντας τα μάτια μας καρφωμένα στους δείκτες των ρολογιών μας. Ήταν κιόλας δέκα παρά πέντε. Όταν φτάσαμε στο πάρκο, απέναντι από το Δημοτικό σχολείο, ήταν δέκα ακριβώς. Στην όψη της Μαρίας, που μας χαιρετούσε καθώς πλησίαζε προς το μέρος μας , μείναμε και οι δύο άφωνοι. Φίλησε το Χρίστο και ύστερα στράφηκε προς το μέρος μου. Ήταν όντως εκθαμβωτική εκείνο το βράδυ. Χωρίς δεύτερη κουβέντα αρχίσαμε και οι τρεις να μιλάμε για το τηλεφώνημα που δέχτηκα το απόγευμα της ίδιας μέρας.
«Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω παιδιά», τους είπα και στράφηκα προς το μέρος της Μαρίας με βλέμμα γεμάτο υποψία. « Δεν πιστεύω να της είπες τίποτε για μένα! Ε;» Πριν προλάβει να μου απαντήσει οι φυσιογνωμίες των φίλων μας ξεπρόβαλαν από τη γωνία. Πήραμε το πρώτο λεωφορείο που πέρασε από τη στάση και χωρίς να το καταλάβουμε βρεθήκαμε στο τέρμα. Προχωρήσαμε στο πεζοδρόμιο. Περάσαμε προσεκτικά ανάμεσα από τα απλωμένα τραπέζια των εστιατορίων και μετά από λίγα λεπτά καταφέραμε να βρούμε την είσοδο του μαγαζιού. Κανείς μας δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμη ότι τα σχολεία έκλεισαν. Και όμως είχαμε αφήσει πίσω μας πολλά. Αυτή ήταν η τελευταία νύχτα ξεγνοιασιάς. Ίσως ήμουν ο μόνος που σκεφτόμουν κάτι τέτοιο εκείνη τη νύχτα.
«Γιατί δεν μπαίνουμε μέσα ρε παιδιά;». «Περιμένουμε τους υπόλοιπους , ρε!» Κοιτάζοντας τα ευτυχισμένα πρόσωπα των συμμαθητών μου ένιωθα περίεργα. Κανείς τους δεν έμοιαζε ν α έχει καταλάβει ότι βρισκόμασταν στην αρχή ενός μακροχρόνιου αγώνα, τον οποίον δεν μπορούσαμε να αναβάλουμε γιατί ο χρόνος δεν ήταν ποτέ με το μέρος μας. Έναν αγώνα που με τρόμαζε και δημιουργούσε μεγάλη ανασφάλεια μέσα μου. Μόλις είχαμε διαβεί όλοι άθελά μας τη νοητή γραμμή που χώριζε το παρόν και το μέλλον. Το αύριο έμοιαζε με ένα πλοίο που είχε θέσεις μόνο για μερικούς από εμάς και τα εισιτήρια μας ήταν απλά, χωρίς επιστροφή. Οι επιλογές μας προκαθορισμένες και οι φιλοδοξίες μας άπιαστες. Για πολλούς ήμασταν η γενιά που δεν είχε όνειρα, που δεν είχε επιδιώξεις, που βολευόταν στο σήμερα, που αποτελούσε μια καλοστημένη φάρσα, ένα αστείο, φτιαγμένο έξυπνα από τα μοχθηρά επιχειρηματικά μυαλά της προηγούμενης γενιάς, της γενιάς των πατεράδων μας, της γενιάς του Πολυτεχνείου. Για καλή τους τύχη αυτοί την είχαν βγάλει καθαρή, φέροντας στις πλάτες τους τους αγώνες των λίγων, που με τρομερό κουράγιο, θάρρος και τόλμη κατάφεραν να ελευθερωθούν και να γράψουν ιστορία. Στηριγμένοι στο παρελθόν που δεν τους ανήκει, αλλά τους έχει δοθεί, κριτικάρουν ασταμάτητα τη νέα γενιά, κατακρίνοντας την κάθε επιλογή της και την κάθε κίνησή της με χαραγμένη στο πρόσωπό τους τη θλίψη και την απογοήτευση. Και εμείς σαν τυφλοί, πέφτουμε πάνω στις παγίδες που μας έχουν στήσει καταφέρνοντας να μας αποπροσανατολίζουν συνεχώς.
«Τι θα πάρετε;» Τα λόγια της σερβιτόρας με προσγείωσαν απότομα στην σκληρή πραγματικότητα. Τα πάντα γύρω μου χοροπηδούσαν στους ξέφρενους ρυθμούς της αφάνταστα ενοχλητικής μουσικής που ξεχυνόταν από κάθε γωνιά του μικρού αυτού χώρου.
Ξαφνικά ένιωσα σαν το αβοήθητο και καταδικασμένο θήραμα που είχε πιαστεί στην ύπουλη παγίδα μερικών σκληρών κυνηγών. Και να…είμαι έτοιμος να ανέβω στο πλοίο, έχω διασχίσει τη γραμμή και προσπαθώ απεγνωσμένα να κρατηθώ ζωντανός, να μην υποκύψω στις πληγές που μου προκαλούν κάθε μέρα οι καλοστημένες αυτές παγίδες.
Το τηλεφώνημα εκείνου του απογεύματος από το φίλο μου για την πρόσκληση στο χορό της αποφοίτησης με γέμιζε πλέον απογοήτευση. ‘Ένα κύμα απαισιοδοξίας είχε εισβάλει μέσα στην ψυχή μου, ένα κύμα που με κυρίευε όλο το βράδυ… "

Είναι μια έκθεση με ελεύθερο θέμα, που έγραψε πριν απο εφτά ή οκτώ χρόνια ένας απόφοιτος της Γ΄ Γυμνασίου, γεννηθείς το 1986, που σημαίνει πως σήμερα είναι στα 22 και θα μπορούσε να είναι ο καθένας από τους φοιτητές που πλημμυρίζουν εδώ και τέσσερις μέρες τους δρόμους όλης της Ελλάδας.
Πιστεύω πως θα πρέπει επιτέλους να σκύψουμε με περισσότερη προσοχή το βλέμμα μας πάνω στα παιδιά μας.

3 σχόλια:

  1. εχω μείνει εκπληκτος απο την κατάθεση των βιωμάτων και των οραμάτων του νέου αυτού ανθρώπου. Είμαι πεπεισμένος πως η μεγάλη πλειοψηφία της νεας γενιάς κανει τις ίδιες σκέψεις, οπως και όλες οι προηγούμενες γενιές νέων ανθρώπων που νιώθουν την απαισιοδοξία της κοινωνίας που εμείς μή οντας πλέον νέοι, εχουμε δημιουργήσει και που πάντα είναι η ώρα να υποστεί την ανακύκλωση της...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η κάθε νέα γενιά είναι πολύ πιο έξυπνη, δυνατή και προχωρημένη από την προηγούμενη. Όσοι υποστηρίζουν την άποψη περί μίας αδιάφορης, αγράμματης και απολιτίκ νεολαίας, πλανώνται πλάνην οικτράν. Εκπληκτική η έκθεση του 15χρονου μαθητή. Εγώ, εκείνη την εποχή, το μόνο που ήξερα να γράφω είναι το όνομα μου. Φοβερό...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αλέξανδρε,

    έχω την εντύπωση πως υποτιμάς τον εαυτό σου, αλλά ίσως αυτό τελικά να είναι και η προϋπόθεση για να εκτιμήσουμε σωστά τους άλλους και ειδικά τους νεώτερους.
    Μια προϋπόθεση όμως που έχει εκλείψει παντελώς από τους εκάστοτε -υπερφίαλους- υψηλά ιστάμενους ή και τους απλώς κατέχοντες την ένστολη εξουσία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή