Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας

Ποιος ξέρει πόση ώρα ήταν στο παράθυρο μέχρι να τα πάρω είδηση! Δυο μικρά κεφαλάκια, καστανό σκούρο το ένα, ανοιχτό το άλλο, ανάμεσα στα κρεμασμένα χέρια που έσφιγγαν τα ψηλά κάγκελα. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ αν θα μιλήσω αυστηρά ή αν θα αφήσω την τρυφερότητα να με κατακλύσει, όταν μίλησε αυτό με το ανοιχτό μαλλί: «Μάθημα κάνετε;»
«Ναι! Θέλετε να ΄ρθείτε;», απάντησα. Μην τα είδατε. Εξαφανίστηκαν στη στιγμή.
«Σιγά μην αφήσουν τη μπάλα για το μάθημα», σχολίασα στους μαθητές και τις μαθήτριές μου, που φέτος είναι μεγάλοι άνθρωποι.
Πιάστηκα να ολοκληρώσω την επανάληψη του χθεσινού  μαθήματος, μόλις είχαμε μπει στην αίθουσα και καλά καλά δεν είχαμε αρχίσει ακόμη, οπότε γύρισα στον πίνακα να σημειώσω στα γρήγορα ό,τι είχαμε πει την προηγουμένη.
Φαίνεται πως με απορρόφησαν όσα σχεδίαζα στον πίνακα –ο κύκλος πάντα με ταξιδεύει- και δεν άκουσα την πόρτα. Όταν γύρισα ξανά προς την τάξη, είδα τα δυο αγόρια να κάθονται φρόνιμα φρόνιμα στο πρώτο θρανίο. Χέρια σταυρωμένα και λαιμοί γυρτοί μπροστά, σε στάση απόλυτης προσήλωσης στο δάσκαλο. Προς στιγμήν μου φάνηκε πως με περιγελούν, τέτοια λάμψη που είχαν τα μάτιά τους. 
«Πότε μπήκατε;», ρώτησα αυθόρμητα και αμέσως συνέχισα «Είσαστε σίγουροι πως προτιμάτε το μάθημα από τη μπάλα;».  Άχνα.  
«Δεν θέλετε να πάτε καλύτερα να παίξετε με τους φίλους σας στην αυλή;» Και πάλι άχνα.
Στην αυλή του νεοκλασικού που στεγάζει το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας, όπου διδάσκω φέτος, κάθε απόγευμα ένα τσούρμο πιτσιρίκια τρέχουν πίσω από τη μπάλα, κλωτσώντας και φωνασκώντας, ενίοτε μάλιστα χρησιμοποιούν λεξιλόγιο που θα το ζήλευαν και ορκισμένοι αθυρόστομοι. Συχνά αναγκαζόμαστε να κλείσουμε τα παράθυρα για να περιορίσουμε τη φασαρία που φτάνει στις ψηλοτάβανες αίθουσες και πολλαπλασιάζεται. Ανοίγουμε τότε τις εσωτερικές πόρτες, μη σκάσουμε κιόλας με τη ζέστη που ακόμη καλά κρατεί, ευτυχώς.
Τα ξαναρώτησα «Είσαστε σίγουροι πως προτιμάτε να κάνετε μάθημα;». 
Ήταν σίγουροι. Δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. 
«Καλά, μείνετε εδώ, αλλά όποτε κουραστείτε να βγείτε σιγά σιγά έξω, εντάξει;».
Κούνησαν καταφατικά τα κεφαλάκια τους. Παιδιά πρώτης Γυμνασίου και τα δυο. 
«Αυτή είναι η αίθουσά μου», είπε το ένα περήφανα, «Το Α2! Αυτός δεν είναι εδώ, είναι σε άλλο τμήμα!», συμπλήρωσε δείχνοντας τον φίλο του. 
«Σε ποιο τμήμα είσαι εσύ;», ρώτησα τον λιγότερο ομιλητικό. «Στο Α3. Μαθηματικά κάνετε;». «Ναι, Μαθηματικά. Σας αρέσουν;» Τους αρέσουν. 
«Ποιο μάθημα δεν σας αρέσει;», ρώτησα. «Η Οδύσσεια!», απάντησαν με μια φωνή. 
Θα μπορούσα να μιλάω μαζί τους για ώρα, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσω το κύρος του Οδυσσέα, όφειλα όμως να συνεχίσω το μάθημα και να ολοκληρώσω τη διαδικασία της επανάληψης, για να κάνουμε και τις ασκησούλες.
Τα δυο αγόρια, όσο εγώ αγόρευα, κάθονταν εκεί και παρακολουθούσαν με προσοχή. Κάποια στιγμή το ένα με διόρθωσε: «Με έψιλον γιώτα δεν γράφεται το «βρεθεί»;» 
«Ναι! Με έψιλον γιώτα γράφεται», απάντησα, «Τα γράφω λίγο κολλητά και μοιάζει με το ήτα, αλλά είναι έψιλον γιώτα», απολογήθηκα... 
Είχε ολοκληρωθεί η επανάληψη και οι ενήλικοι μαθητές μου εφάρμοζαν τον τύπο για να βρουν το  μήκος του κύκλου, όταν τα δυο μικρά άρχισαν να γυρίζουν μπρος πίσω. «Θα βαρέθηκαν», σκέφτηκα, αλλά αυτά ζητούσαν χαρτί και μολύβι από τους άλλους, για να κάνουν τους υπολογισμούς. Φιλοτιμήθηκαν όλοι να τους δώσουν, αλλά πρότεινα να σηκωθούν στον πίνακα. Και τα δυο μαζί, πλάι πλάι ξεκίνησαν να πολλαπλασιάζουν τη διάμετρο του κύκλου με το 3,14... Δυσκολεύονταν!
Ε, δεν το λες κι εύκολο πράγμα τον πολλαπλασιασμό με δεκαδικούς σήμερα που όλα τα κάνουν οι μηχανές. Τέλος πάντων.
Βοήθησα λίγο, αλλά δεν ήθελα σε καμιά περίπτωση να τα αποθαρρύνω. Με ποιο δικαίωμα άλλωστε; Δυο πρωτάκια που άφησαν πίσω την αυλή και το ποδόσφαιρο, για να συγχνωτιστούν με τους μεγάλους, να ακούσουν για ακτίνες, για χορδές, για διαμέτρους. Δυο παιδιά που ζητούν από μόνα τους να κάνουν τους υπολογισμούς, αντί να κλωτσούν τη στρογγυλή θεά στην αυλή! Έπαθλο τους αξίζει, όχι αποπομπή!



«Κάντε τους υπολογισμούς με το κινητό!», είπα στους μεγάλους, που επίσης δεν τα καταφέρνουν σε τέτοιες πράξεις. «Δεν υπάρχει λόγος να χάνετε το χρόνο σας, στον πολλαπλασιασμό...». 
Ενθουσιάστηκαν τα πιτσιρίκια! «Έτσι πρέπει να κάνουμε και στο σχολείο...», σχολίασαν.

Όταν χτύπησε το κουδούνι, όπως πάντα, κανείς σχεδόν δεν κουνήθηκε. Οι δυο μικροί επισκέπτες, παρασυρμένοι από τη δική τους παιδική-σχολική συνήθεια σηκώθηκαν αμέσως να φύγουν. Κοντοστάθηκαν όμως στην πόρτα. 
«Θα έχετε και αύριο μάθημα;», ρώτησαν! 
«Ναι, θα έχουμε; Θέλετε να ξανάρθετε;». Ήθελαν. Τι να πω;
«Ε, ναι, ξέρετε, δεν ξέρω αν επιτρέπεται όμως...». Συνοφρυώθηκαν. Έσκυψαν λίγο τα κεφάλια, το σκούρο κομμάτι περισσότερο. 
«Καλά, να ρωτήσουμε τον διευθυντή...», συμπλήρωσα, για να μη φανεί πως τα διώχνω από το μάθημα. Πώς θα μπορούσα άλλωστε;

Και πώς θα μπορούσα να κρατήσω για μένα αυτήν την φοβερή εμπειρία που βίωσα σήμερα;
Όπως κρατώ και όλες τις άλλες, θα μου πείτε, αυτές που δεν γράφω στο ιστολόγιο τόσον καιρό που διδάσκω στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας...
Τις γράφω όμως. Και κάποια στιγμή, θα έχω την ευκαιρία να τις μοιραστώ! 

Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας είναι αυτό!