Σήμερα, για δυο παντελώς ανεξάρτητους λόγους και σε δυο εντελώς ασύνδετες κουβέντες - σε μια με την ανιψιά μου το μεσημεράκι και σε μια ... μόνη μου νωρίτερα, λίγο μετά το χάραμα - θυμήθηκα το βιβλίο του Προκόπιου, που χρόνια τώρα το φυλώ στο ράφι πάνω απ' το κρεβάτι μου, ανάμεσα σε άλλα βιβλία θησαυρούς, από αυτά που ανάβουν το φως στη σκέψη κι αποκαλύπτουν νησίδες στη νόηση.
Το φυσικό επακόλουθο της διπλής αναφοράς ήταν να βρεθώ με το βιβλίο στο χέρι και, διαβάζοντας την πρώτη σελίδα, στην οποία τυχαία άνοιξε καθώς το ζύγιζα ακόμη στην παλάμη μου, διαπίστωσα αυτό που θα διαπιστώσετε, μάλλον, κι εσείς, αν διαβάσετε τα σύντομα αποσπάσματα:
ζ'. Ο δήμος εξάλλου ήταν από παλιά χωρισμένος σε δύο φατρίες, όπως έχω αναφέρει στο προηγούμενο μέρος της ιστορίας μου. Ο Ιουστινιανός, αφού προσεταιρίστηκε τη μία τους Βένετους, τους οποίους και προηγουμένως υποστήριζε με πάθος, τα κατάφερε να σκορπίσει παντού τη σύγχυση και την ταραχή, με αποτέλεσμα να οδηγήσει το ρωμαϊκό κράτος στον έσχατο εξευτελισμό. Αλλά ούτε καν οι Βένετοι δεν δέχτηκαν όλοι να συμμορφωθούν με τη θέληση του ανθρώπου αυτού, παρά μόνον εκείνοι που είχαν ανατρεπτικές διαθέσεις. Ωστόσο, ακόμα κι αυτοί, όταν πια προχώρησε το κακό, αποδείχτηκαν οι πιο συνετοί άνθρωποι του κόσμου. Τα κακά που έκαναν ήταν μικρότερα από την εξουσία που τους είχε δοθεί. Ούτε όμως και η στασιαστική μερίδα των Πρασίνων έμεινε ήσυχη, αλλά εγκληματούσαν κι αυτοί συνεχώς όσο τους επέτρεπε η μικρή τους δύναμη, κι ας τους τιμωρούσαν συστηματικά έναν έναν. Αυτό μάλλον τους έκανε να αποθρασύνονται όλο και περισσότερο, γιατί το άδικο οδηγεί συνήθως τον άνθρωπο σε απόγνωση. Τότε λοιπόν, ενώ αυτός συνέχιζε να ρίχνει λάδι στη φωτιά και να ερεθίζει απροκάλυπτα τους Βένετους, ολόκληρη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνταράχτηκε απ' άκρη σ' άκρη σαν να την είχε πλήξει σεισμός ή κατακλυσμός και σαν να είχαν πέσει όλες οι πόλεις της στα χέρια των εχθρών. Σ' όλα τα μέρη κλονίστηκαν τα πάντα και τίποτα πια δεν έμεινε όρθιο και η σύγχυση οδήγησε σε πλήρη ανατροπή του νόμου και της τάξης. [...].
Έτσι λοιπόν εξελίσσονταν τα πράγματα με τους Βένετους. Όσο για τους αντιπάλους τους, άλλοι απ' αυτούς προσχώρησαν στη δική τους παράταξη από την επιθυμία να εγκληματούν μαζί τους εντελώς ατιμώρητα κι άλλοι ζούσαν κρυμμένοι σε κάποιες ξένες χώρες όπου είχαν καταφύγει· πολλούς όμως ακόμα κι εκεί τους έπιαναν και είτε τους σκότωναν οι αντίπαλοί τους είτε τους καταδίκαζαν σε θάνατο οι αρχές. Συνέρρεαν όμως στην οργάνωση κι άλλοι πολλοί νεαροί που ποτέ πριν δεν είχαν δείξει ενδιαφέρον για τέτοιου είδους πράγματα· τους παρέσυρε όμως εκεί η ασυδοσία της δύναμης και της αυθάδειας, γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο έργο απ' αυτά που οι άνθρωποι ονομάζουν μιάσματα που δεν διαπράχθηκε εκείνη την εποχή κι έμεινε ατιμώρητο.[...]
Στην αρχή σκότωναν τους στασιαστές της αντίπαλης φατρίας, αλλά προχώρησαν κι ως το σημείο να σκοτώνουν κι αυτούς που δεν τους είχαν φταίξει σε τίποτα. [...]. Και μάλιστα αυτά δεν γίνονταν εν κρυπτώ και παραβύστω, αλλά σε κάθε ώρα της ημέρας, σε κάθε μέρος της πόλης, μπροστά στα μάτια των πιο διακεκριμένων προσώπων γίνονταν οι πράξεις αυτές, αν το 'φερνε η περίσταση. Καμιά ανάγκη δεν είχαν να συγκαλύπτουν τα εγκλήματα, μιας που καμιά τιμωρία δεν είχαν να φοβηθούν.[...]
Παρ' όλ' αυτά, καμιά έρευνα δεν γινόταν για τα εγκλήματα που είχαν γίνει. Τα χτυπήματα έπεφταν απροσδόκητα σε όλους και κανένας δεν βρισκόταν να υπερασπιστεί τα θύματα. [...]
Τέτοια λοιπόν ήταν τα θρασύτατα έργα που είχαν τότε διαπράξει στο Βυζάντιο οι στασιαστές. Κι όμως αυτά στεναχωρούσαν λιγότερο τα θύματά τους από το άδικο, που έκαμε ο Ιουστινιανός στη Πολιτεία, επειδή το μεγαλύτερο μέρος της πικρίας που προξενεί η διατάραξη της τάξης σ' αυτούς που παθαίνουν απ' τους κακούργους τα πιο αβάσταχτα κακά, το αφαιρεί πάντα η προσδοκία ότι οι κακούργοι θα τιμωρηθούν από τους νόμους και τις αρχές. Με την ελπίδα ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο, πιο εύκολα και πιο ανώδυνα υπομένει ο άνθρωπος τα κακά του παρόντος· όταν όμως ασκούν βία εναντίον του οι αρχές του κράτους, η οδύνη του για τις συμφορές του είναι, φυσικά, μεγαλύτερη και οδεύει σταθερά προς την απόγνωση επειδή δεν προσδοκά την τιμωρία των ενόχων. [...]
Τέτοια πράγματα καταμαρτυρά ο Προκόπιος στα "Ανέκδοτα" του, που ένα αντίτυπό τους φυλώ στο ράφι πάνω από το κρεβάτι μου, ένα από τα 2000 της Α' ανατύπωσης, του 1989, από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ. Σήμερα το θυμήθηκα δις, μια μιλώντας με την ανιψιά μου για το Βυζάντιο και μια μιλώντας για το δύσκολο δρόμο που 'χουμε μπροστά μας, σε μια κουβέντα που 'κανα με τον εαυτό μου, πριν ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου. Σ' εκείνη την περίεργη φάση μεταξύ ύπνου κι εγρήγορσης, εκεί που άλλοτε πλάθονταν τα όποια (x....)φωτεινά μου όνειρα κι ένα κλειστό, εσωτερικό, χαμόγελο διαγράφονταν στα χείλη μου, προδίδοντας τις χαρούμενες και αισιόδοξες σκέψεις μου, εκεί ο νους μου τώρα, κοιμισμένος ακόμη, αναζητά όχι ελπίδα απόδοσης δικαιοσύνης ή ελπίδα βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του μέλλοντος, αλλά αποδείξεις πως έτσι, τρισάθλια, πορεύονταν από πάντα η ανθρωπότητα, βυθισμένη σε σφάλματα και ατιμωρισίες, όπως και ο Προκόπιος συχνά πυκνά τονίζει γράφοντας:
"Το σφάλμα, όταν του παρέχεται ασυδοσία, έχει το ιδίωμα να πολλαπλασιάζεται έπ' άπειρον, αφού μάλιστα, ακόμα κι όταν τιμωρούνται τα εγκλήματα, έχουν την τάση να μη σταματούν εντελώς. Είναι μέσα στη φύση των περισσότερων ανθρώπων η ροπή προς την αμαρτία."
==============================================================