Τελευταία Κυριακή του
Αυγούστου σήμερα! Τελευταία Κυριακή του καλοκαιριού!
Όσο περνάει η ώρα η
θερινή ραστώνη παραλύει το νευρικό μου σύστημα. Τα μάτια μου δυσκολεύονται να
συλλάβουν τα αντικείμενα που περιβάλλουν την υλική μου υπόσταση. Μια αίσθηση
εξαΰλωσης διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου. Δίπλα μου, νεκρός από χρόνια, ξαπλώνει ο Σοπενχάουερ στο γκρίζο πλαίσιο του
εξώφυλλου. Ωραίοι οι φιλόσοφοι. Πάντα μπαινόβγαιναν στη ζωή μου, αγέρωχοι με τα
φαρδιά τους μέτωπα, με τα σφιχτά χείλη και τα τετράγωνα πηγούνια. Με την
επιβλητική τους γραφή καθόριζαν το είναι μου. Οι υπεράνθρωποι και οι Ζαρατούστρες
της νιότης μου. Τις ώρες της θερινής ραστώνης, όπως σήμερα, επιστρέφουν με
τσιτάτα που - καίτοι απλοί νόμοι της φύσης και της φυσικής - κάποτε ροκάνιζαν
το μυαλό μου σαν θεμελιώδεις αρχές της ίδια μου της ύπαρξης. Κάλλιο τίποτε να μη γνωρίζεις, παρά πολλά να
μισοξέρεις. Κάλλιο να είσαι τρελός από τον εαυτό σου, παρά σοφός με γνώμες
άλλων. Είχα επιλέξει τότε να γίνω ... τρελή από τον εαυτό μου. Η νιότη έχει
τόλμη, φίλε μου. Με τα χρόνια ιδιοποιήθηκα τις γνώμες άλλων και παριστάνω τη
σοφή, αναμασώντας ξένα σοφίσματα. Και όταν κάποτε, αραιά και που, ξεπηδά από το
νου μια δική μου ιδέα, κάθομαι να τη γράψω, με την ελπίδα πως θα με οδηγήσει
στο κέντρο μου. Έστω, λίγο κοντύτερα σε αυτό που ονομάζω εαυτό. Έναν εαυτό ζυμωμένο με χώμα και με όνειρο, με σάρκα, με
εγωισμό, με επιθυμίες και με αδηφάγες αισθήσεις. Αδηφάγες, σαν τις αδέσποτες γάτες.
Το πρωί είδα μια κοκκινότριχη στην είσοδο. Καθόταν στο γκαζόν, αδύναμη και
αποκαμωμένη. Στη γειτονιά λείπουν όλοι αυτόν τον καιρό. Οι λιγοστοί κάδοι στο
στενό μας δύσκολα γεμίζουν τον Αύγουστο. Νιαούριζε αβοήθητη, γλείφοντας τα
μπροστινά της πόδια. Τη λυπήθηκα. Έτρεξα στην κουζίνα. Τι να ταΐσεις το γατί;
Άδειο το ψυγείο, πιο άδειο κι από τους κάδους. Δυο μήνες διακοπών έχουμε εμείς
οι δάσκαλοι. Αδειάζει ο τόπος. Βρήκα το τάπερ με τον γαύρο τον ξιδάτο, που
φέραμε μαζί μας απ’ τη θάλασσα. Έτρεξα στο μπαλκόνι. Άφαντο το ζώο. Πσπσπσπς...
Πσπσπσπς... Και τσουπ, να το που βγήκε. Από που ξεπήδησε; Πέταξα το ψαροφιλέτο
και το άρπαξε στον αέρα. Αμέσως μια άλλη γάτα, μια ασπρόμαυρη, το ίδιο πεινασμένη
και αδύναμη ξεπρόβαλε από το γκαζόν. Μα τι στην ευχή. Σπείρανε γάτες όσο
λείπαμε; Άρχισε κι αυτή τα νιαουρίσματα. Κι ύστερα μια τρίτη... Κι άλλη. Κι
άλλη. Γέμισε ο τόπος. Μια θάλασσα γαύρο χρειάζομαι να τις ταΐσω όλες. Δεν
χορταίνουν με τίποτε.
Σαν γάτες κι οι
αισθήσεις πεινασμένες νιαουρίζουν, με τη δική τους τη φωνή. Με μυρωδιές, με
εικόνες, με γεύσεις, με αγγίγματα, με ψίθυρους μιας άλλης εποχής. Κι όσο
νιαουρίζουν μες στο κεφάλι μου, γυρνώ πίσω και ψάχνω κρυμμένα συναισθήματα. Ανοίγω
το σεντούκι - ή μήπως το φέρετρο - και ξεδιπλώνω τον θαμμένο μου εαυτό. Χέρια,
πόδια, καρδιά, συκώτι. Τα ρίχνω όλα στη φωτιά. Εκεί που έβλεπα στάχτες και αποκαΐδια,
ξεπετάγονται φλόγες και βγαίνει μια θέρμη αλλιώτικη. Μύρισε ο τόπος κρέας που
σιγοψήνεται... Καίγομαι. Καίγομαι; Δεν
καίγομαι. Σκέφτομαι. Και οι σκέψεις ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Καίγομαι, άρα σκέφτομαι. Σταματώ να
σκέφτομαι. Ανοίγω το βιβλίο...
«Όταν διαβάζουμε, κάποιος άλλος σκέφτεται για μας, εμείς
απλώς επαναλαμβάνουμε τις νοητικές του διεργασίες. Είναι καθώς ο μαθητής που
μαθαίνει να γράφει, που αντιγράφει με πένα και μελάνι τα γράμματα που έχει
γράψει με την κιμωλία ο δάσκαλος. Ως εκ τούτου, διαβάζοντας, είμαστε
απαλλαγμένοι από το μεγαλύτερο μέρος της διανοητικής προσπάθειας. Έτσι
εξηγείται η ανακούφιση που αισθανόμαστε όταν παύουμε να ασχολούμαστε με τις
σκέψεις μας και πάμε να αφοσιωθούμε στο διάβασμα.»*
Ακολουθώντας τη συμβουλή του Σοπενχάουερ, πάω να αφοσιωθώ
στο διάβασμα, για να γλυτώσω από την επαιτεία των αισθήσεων, που σαν πεινασμένα
τετράποδα, ξεπηδούν από κάθε γωνιά του μυαλού. Μόνο που οι αφυπνισμένες
αισθήσεις δεν μου ζητούν τροφή σαν τα γατιά του δρόμου. Έρχονται φορτωμένες με μνήμες,
που δίνουν τροφή στην σκέψη... Καίγομαι,
άρα σκέφτομαι. Άρα υπάρχω. Ξανά...
Είναι κι αυτό μια ανακούφιση.
Είναι κι αυτό μια ανακούφιση.
* «Περί ανάγνωσης και
βιβλίων», Άρθουρ Σοπενχάουερ, εκδόσεις «γνώση».