Ανήμερα του Πάσχα η πόλη είναι ακόμη -λίγο πολύ- άδεια, αλλά η παραλία, όταν κατεβήκαμε το απόγευμα, ήταν κατάμεστη. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, απολαμβάνοντας τη γλυκιά, σχεδόν καλοκαιρινή, βραδιά δίπλα σε μια γαλήνια και κάθε άλλο παρά δύσοσμη θάλασσα.
Ο Λευκός Πύργος ορθωμένος περήφανα, ποζάριζε φιλάρεσκα στους επίδοξους φωτογράφους και στους λογής λογής τουρίστες που τον είχαν επιλέξει ως φόντο, για να απαθανατίσουν αναμνήσεις, απαραίτητο υλικό στο αφήγημα του ταξιδιού τους και της ζωής τους.
Υλικό για το δικό μου, το προσωπικό, αφήγημα αναζητούσα κι εγώ. Παρατηρούσα δεξιά και αριστερά τον κόσμο, τις οικογένειες, τα ζευγάρια, τις παρέες. Παρατηρούσα τα πλαστικά ποτήρια που είχαν εγκαταλειφθεί από διάφορους ανεύθυνους και απολίτιστους στα παγκάκια και στο γκαζόν και περίμεναν την πρώτη ριπή ανέμου, για να ξεχυθούν στο νερό.
Έβλεπα τους περιφερόμενους πωλητές, που παραδόξως σήμερα ήταν λίγοι. Εγκατέλειψαν τα πόστα τους, για να περάσουν το Πάσχα στην ύπαιθρο; Μπορεί. Οι πλανόδιοι μουσικοί, αντιθέτως, ήταν αρκετοί και γέμιζαν την ατμόσφαιρα με όλων των ειδών τις μουσικές, από τζαζ και μπλουζ μέχρι Μανώλη Αγγελόπουλο και Στέλιο Καζαντζίδη, με ενισχυτές και καραόκε.
Είχα εγκλιματιστεί πλήρως. Έγινα μέρος στο παζλ των ήχων και των χρωμάτων. Η σκέψη μου και ό,τι την απασχολεί τον τελευταίο καιρό είχε ξεθωριάσει εντελώς μέσα στο πολύβουο σκηνικό. Ώσπου έφτασα στο σημείο που είναι δεμένα τα πλωτά μπαράκια, δηλαδή τα καραβάκια που κάνουν βόλτα στο Θερμαϊκό, προσφέροντας καφέ και ποτό.
Καθώς έστρεψα το βλέμμα μου προς τη φωτεινή ρύπανση που εξέπεμπε το ένα και μοναδικό καραβάκι που βρισκόταν εκείνη την ώρα δεμένο, είδα ένα νεαρό ναύτη-σερβιτόρο να μπάζει μέσα όσους είχα αποφασίσει να πιουν τον καφέ τους, ρεμβάζοντας από μέσα από τον Θερμαϊκό την παραλία και την πόλη. Ο νεαρός δεν ασχολιόταν τόσο με όσους το είχαν αποφασίσει ήδη και δρασκέλιζαν τη γέφυρα, αλλά με τους άλλους που αναποφάσιστα στέκονταν και έβλεπαν την κόκκινη φωτεινή επιγραφή στην είσοδο. Τα κόκκινα γράμματα έλεγαν πως η βόλτα με καφέ κοστίζει 5 ευρώ και 1,5 ευρώ σκέτη. Δεν πρόλαβα καλά καλά να διαβάσω το μήνυμα, όταν η επιγραφή έσβησε. Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε μαύρη. Κι ύστερα φωτίστηκε κατακόκκινη με δύο μόνο λέξεις: ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Δεν το πίστευα! Όσο το "ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ" τρεμόπαιζε παιχνιδιάρικα, προσπαθούσα να καταλάβω τη σκοπιμότητα αυτού που έβλεπαν τα μάτια μου! Μια λάμπα νέον με κόκκινα γράμματα, κρεμασμένη στην εμπασιά ενός πλωτού μπαρ, που σε λίγο θα ξεκινούσε την ωριαία βόλτα του στα νερά του Θερμαϊκού, ανακοίνωνε σ' αυτόν που τη διάβαζε ότι ο Χριστός αναστήθηκε! Χριστέ και Κύριε!
Το θαύμα της Ανάστασης και ό,τι αυτό προμηνύει και συνεπάγεται συρρικνώθηκε στην εμπορικότητα που ανέδιδε η φτηνή φωτεινή ένδειξη! Το κατακκόκινο "ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ" μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου σαν απορροφητικό στοιχείο, εκμηδένισε ό,τι με περιέβαλε. Η σκέψη μου, άλλο που δεν ήθελε, γύρισε σ' αυτά από τα οποία προσπαθούσα για λίγο να τη βγάλω.
Αλλά η παραδοξότητα της εικόνας που έβλεπα δεν είχε το προηγούμενό της.
Προς στιγμήν νόμισα πως αυτό που βλέπω δεν το βλέπω μπροστά μου στον φυσικό κόσμο που ζω και αναπνέω, αλλά πως το διαβάζω σε μια από τις αφηγήσεις του Μαρκοβάλντο.
Ο Μαρκοβάλντο είναι ο ήρωας (ε, δεν τον λες και ήρωα...) στο βιβλίο του Καλβίνο
"ΜΑΡΚΟΒΑΛΝΤΟ. οι εποχές στην πόλη", που είναι ένα πολύ πολύ ιδιαίτερο βίβλίο
Στο οπισθόφυλλό του γράφει:
"Βιβλίο για παιδιά; Βιβλίο για εφήβους; Βιβλίο για μεγάλους; Όλα αυτά τα επίπεδα συνεχώς αλληλοτέμνονται. Ή μήπως βιβλίο όπου ο συγγραφέας, μέσα από την οθόνη απλούστατων αφηγηματικών δομών, εκφράζει τη δική του περίπλοκη και διερευνητική σχέση με τον κόσμο;"
Ο αφηγητής, αντιήρωας, Μαρκοβάλντο, είναι ένας "απλός ανθρωπάκος".
Αυτό το γράφει στο οπισθόφυλλο. Εγώ δεν θα χαρακτήριζα ποτέ κάποιον άνθρωπο ούτε "απλό" ούτε "ανθρωπάκο". Πιστεύω ότι όλοι -άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο- έχουμε μια έμφυτη πολυπλοκότητα. Ακόμη κι αυτοί που θέλουν να παραστήσουν τους απλούς, τους ήσυχους ή τους προβλέψιμους, δεν τα καταφέρνουν. Η πολύπλοκη δομή τους δεν το επιτρέπει και αργά ή γρήγορα το εσωτερικό τους χάος εξωτερικεύεται.
Ο Μαρκοβάλντο κάθε άλλο παρά απλός ανθρωπάκος είναι. Είναι ένας "αθώος φτωχοδιάβολος"! Και αυτός, επίσης, ο χαρακτηρισμός είναι από το οπισθόφυλλο του βιβλίου. Δεν είναι δικός μου. Και δεν με βρίσκει και πολύ σύμφωνη.
Ο Μαρκοβάλντο, για μένα, είναι εκείνος ο άνθρωπος που είναι καταδικασμένος να ζήσει τη ζωή του με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που του ταιριάζει. Κι αυτό τον κάνει δυστυχή. Ένας άνθρωπος της φύσης, που ζει με την πολυμελή του οικογένεια στην πόλη.
Ο Μαρκοβάλντο ζει σε μια πόλη που ξαφνικά γεμίζει με μανιτάρια. Τα μανιτάρια εσφαλμένα φυτρώνουν στην άσφαλτο. Οι φτωχοί νοικοκυραίοι ξαφνιάζονται, αλλά τα μαζεύουν και τα τρώνε και καταλήγουν δηλητηριασμένοι στα Νοσοκομεία.
Ο Μαρκοβάλντο ζει σε μια πόλη που ξαφνικά σκεπάζεται από χιόνι και όλα χάνονται κάτω από το άσπρο. Ο δρόμος προς τη δουλειά του χάνεται κι αυτός, κι έτσι αναγκάζεται μόνος κι αβοήθητος να σκάβει για να ανοίξει έναν δρόμο, να φτάσει εκεί που πρέπει (κι όχι εκεί που θέλει...). Και μένει το ερώτημα: θα ξαναγίνει η πόλη όπως ήταν όταν θα λιώσει το χιόνι; Τι αλλαγές συντελούνται κάτω από το λευκό στρώμα που την καλύπτει;
Ο Μαρκοβάλντο ζει σε μια πόλη που η νύχτα διαρκεί μόνο είκοσι δευτερόλεπτα και άλλα είκοσι δευτερόλεπτα διαρκεί το GNAC. Το GNAC είναι το κομμάτι της διαφημιστικής επιγραφής SPAAK GOGNAC, που όταν είναι αναμμένη ο Μαρκοβάλντο και η οικογένειά του δεν μπορούν από το παράθυρό τους να δουν τίποτε άλλο, επειδή όταν ανάβει το GNAC σβήνει ο ουρανός και το φεγγάρι και τα άστρα
Γι' αυτό η νύχτα διαρκεί μόνο είκοσι δευτερόλεπτα.
Όσο μένει σβηστή η διαφημιστική επιγραφή.
Τόσο διαρκούν και τα όνειρα. Και στην πόλη του Μαρκοβάλντο και αλλού.
Πώς να μην πάει η σκέψη μου στο βιβλίο του Καλβίνο, όταν είδα το "ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ" να τρεμοπαίζει μεταξύ μαύρου και κόκκινου μπροστά στα μάτιά μου;
Η πόλη με μιας έχασε το χρώμα της. Έγινε πλαστική και ψεύτικη σαν την πόλη που ζει ο Μαρκοβάλντο. Φοβήθηκα πως σε λίγο θα ξεφύτρωναν μανιτάρια κι άλλοι αδηφάγοι μήκυτες κάτω από τα πόδια μου. Μου πέρασε η διάθεση για βόλτα. Ωστόσο, περπάτησα μέχρι τις ομπρέλες. Ο φωτισμός σε συνδυασμό με τη νύχτα που είχε ήδη πέσει έκανε το γλυπτό να ορθώνεται σε μια φανταστική διάσταση πάνω από τους ανθρώπους που στήνονταν ποζάροντας από κάτω. Η ομπρέλα που είναι χαμηλότερα και οι ψηλότεροι την φτάνουν έχει πάρει κλίση, έτσι που την τραβούν όλοι για να φωτογραφηθούν, κρατώντας την, παριστάνοντας τη Μαίρη Πόππινς. Ήταν δυο τρεις ψηλοί που περίμεναν τη σειρά τους.
Τους προσπέρασα και συνέχισα ανόρεχτα παρακάτω.
Όταν αποφάσισα να επιστρέψω, έκανα επί τόπου μεταβολή και είδα πάλι τις ομπρέλες. Τώρα φαίνονταν διπλές. Μια συστάδα στον αέρα, μια συστάδα στο νερό, που στο μεταξύ είχε γίνει το ίδιο μαύρο με τον ουρανό. Ο διπλασιασμός έδινε αίγλη στο γλυπτό. Το καθρέφτισμα κάπως μου έφτιαξε τη διάθεση, έτσι όπως έμοιαζε αληθινό.
Στην πόλη μου, ίσως το καθρέφτισμα στη θάλασσα να είναι το πιο ερωτικό στοιχείο. Το μόνο αληθινό.
Γιατί η Θεσσαλονίκη δεν διαφέρει από την πόλη του Μαρκοβάλντο. Έχει τους δικούς της μύκητες, τη δική της φωτορύπανση, τα δικά της πλαστικά όνειρα.
Σήμερα ανακάλυψα πως έχει και κόκκινες πασχαλινές επιγραφές, που σαν σύγχρονες μυροφόρες φεγγοβολούν το "ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ".
Και όλα αυτά ήθελα να τα πω, επειδή αυτές τις μέρες δεν ζω. Αφηγούμαι ότι ζω και θυμάμαι αυτό που είπε κάποτε ο αείμνηστος Ντενί Γκετζ: Δεν θυμόμαστε ό,τι ζήσαμε, αλλά ό,τι αφηγηθήκαμε πως ζήσαμε.
Γι' αυτό τώρα αφηγούμαι. Για να θυμάμαι ... πώς έζησα.
--------------------------------------------------------------------------
Αναζητώντας, στο διαδίκτυο στοιχεία για το βιβλίο του Καλβίνο, διαπίστωσα με μεγάλη μου χαρά ότι υπάρχει απόσπασμά του στο βιβλίο της Γ' Δημοτικού!
Μακάρι τα μικρά παιδιά να προβληματίζονται από νωρίς σωστά για τη Λογοτεχνία και για τα περιβαλλοντικά.
Υ.Γ. Ομολογώ πως τον Μαρκοβάλντο τον είχα πολύ διαφορετικά ζωγραφίσει στο μυαλό μου... Και δεν είναι ο μόνος που, τελευταία, ζωγραφίσα λάθος με τα μάτια της φαντασίας μου...