Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Μέχρι την τελευταία στιγμή....

Είναι στιγμές που ασυσχέτιστα πράγματα, θαρρείς, αποκτούν μεταξύ τους σχέση, μπαίνουν σε σειρά - όχι κατ' ανάγκη γραμμική- και δημιουργούν εκείνη την αρμονική ολότητα που τραβάει την προσοχή. Τραβάει τουλάχιστον τη δική μου προσοχή, αλλά έτσι κι αλλιώς μόνο γι' αυτήν μπορώ να έχω εμπεριστατωμένη άποψη. 
Τέτοια ήταν η στιγμή, καμιά ώρα νωρίτερα, όταν ανοίγοντας το λογαριασμό του fb, έπεσα πάνω στην ακόλουθη κοινοποίηση:
    

"Η μεγαλύτερη σοφία είναι να κάνεις υπέρτατο στόχο της ζωής την απόλαυση του παρόντος, γιατί αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα, ενώ όλα τ' άλλα είναι παιχνίδια του νου. Θα μπορούσαμε βέβαια να την ονομάσουμε τη μεγαλύτερη τρέλα μας, γιατί κάτι που υπάρχει μόνο για μια στιγμή και χάνεται σαν όνειρο δεν μπορεί ν' αξίζει μια σοβαρή προσπάθεια"

Από πού είναι το απόσπασμα δεν γνωρίζω. Όμως τη (στιγμιαία) προσοχή μου την τράβηξε!
Το διάβασα ξανά, προσπαθώντας να καταλάβω αν υπολανθάνει ειρωνική πρόθεση... Δεν κατέληξα κάπου. Ωστόσο, με βεβαιότητα θα έλεγα πως αν είναι θέση και όχι ένας παιγνιώδης λεκτικός ακροβατισμός από αυτούς που συχνά επιχειρούμε για να δώσουμε (στιγμιαία) διέξοδο στο λαβύρινθο του νου, τότε εκφράζει μια εντελώς εμπειρική άποψη.
Ζήσε εδώ και τώρα με τις αισθήσεις. Νιώσε. Απόλαυσε.
Άσε τον αέρα, τον ήλιο, τον άνθρωπο, να διαπεράσουν το περίγραμμα που προσδιορίζει την υλική σου υπόσταση...
Άσε το νερό να κυλήσει στην πλάτη σου, το αλάτι να σκάψει το πρόσωπό σου.
Αυτό είναι σοφία. Αλλά η σοφία με την τρέλα, νομίζω, είναι συγγενείς.
[Μακρινοί ή κοντινοί, εξαρτάται από το γεωγραφικό πλάτος και μήκος, επειδή από αυτά, σε γενικές γραμμές, καθορίζεται η κουλτούρα...]

Τη στιγμή που διάβασα το απόσπασμα της φωτογραφίας , ο νους μου, παιγνιώδης εκ φύσεως, αφού ταξίδεψε σε πρόσφατες μνήμες και (στιγμιαία) έπλασε όμορφες εικόνες, εν τέλει, ανέσυρε το χθεσινοβραδινό μου ανάγνωσμα: Οι προδομένες διαθήκες του Κούντερα. (μετάφραση Γιάννης Η. Χάρης, βιβλιοπωλείον της "εστίας"). Πιο συγκεκριμένα ανέσυρε ό,τι μπορούσε να ανασυνθέσει από αυτό:

Αν μελετήσουμε, αν συζητήσουμε, αν αναλύσουμε μια πραγματικότητα, την αναλύουμε έτσι όπως εμφανίζεται στο νου μας, στη μνήμη μας. Την πραγματικότητα τη γνωρίζουμε μόνο στον παρελθόντα χρόνο. Δεν την γνωρίζουμε έτσι όπως είναι την παρούσα στιγμή, τη στιγμή κατά την οποία διαδραματίζεται, κατά την οποία είναι. Συνεπώς η παρούσα στιγμή δεν μοιάζει με την ανάμνησή της. Η ανάμνηση δεν είναι άρνηση της λήθης. Η ανάμνηση είναι μια μορφή της λήθης. 
Μπορεί να κρατάμε επιμελώς ημερολόγιο και να σημειώνουμε όλα τα γεγονότα. Κάποια μέρα, αν ξαναδιαβάσουμε  αυτά που γράψαμε, θα καταλάβουμε ότι δεν είναι σε θέση να ανακαλέσουν ούτε μια συγκεκριμένη εικόνα. Κι ακόμη χειρότερα: ότι η φαντασία δεν είναι ικανή να συντρέξει τη μνήμη μας και να αναπλάσει το λησμονημένο. Γιατί το παρόν, το συγκεκριμένο παρόν, σαν φαινόμενο προς εξέταση, σαν δομή, είναι για μας ένας άγνωστος πλανήτης. Δεν μπορούμε λοιπόν ούτε να το συγκρατήσουμε στη μνήμη μας ούτε να το αναπλάσουμε με τη φαντασία.
Πεθαίνουμε χωρίς να ξέρουμε τι ζήσαμε.

Αυτό διάβαζα χθες το βράδυ. Οι δυο προηγούμενες κρίσες δεν απέχουν και τόσο πολύ. [Εκτός ίσως από το ότι είναι ... αντιφατικές! :) ]
Η πρώτη-στο απόσπασμα που κοινοποίησε ο  eφίλος  και έπεσε στην προσοχή μου το πρωί- είναι συνθετική. Η δεύτερη, του Κούντερα, είναι αναλυτική.  Και οι δύο αποφαίνονται για τη "στιγμή", το παρόν, αυτό που υπάρχει και δεν υπάρχει ταυτόχρονα. 
Με άλλα λόγια: αυτό που μπορεί να υπάρξει μόνο όταν πάψει να υπάρχει.  

Η βασική διαφορά των δύο παραπάνω κρίσεων έγκειται στον ορισμό της "πραγματικότητας". Γι' αυτό κι εγώ θα επιχειρήσω να δώσω τον δικό μου ορισμό.
Είμαι βαθύτατα επηρεασμένη από τον Ντενί Γκετζ. Ο αείμνηστος Ντενί, που με την πυκνή  και συνάμα λιτή μαθηματική του σκέψη διατύπωνε με ακρίβεια και σαφήνεια τα πιο σύνθετα, έλεγε: "δεν θυμόμαστε ό,τι ζήσαμε, αλλά ό,τι  αφηγηθήκαμε πως έχουμε ζήσει", που είναι η επιτομή του αποσπάσματος του Κούντερα.
Γι' αυτό κι εγώ πιστεύω πως η  στιγμή για την οποία μιλάμε δεν υπάρχει ως παρόν, υπάρχει μονάχα ως μια άχρονη αφήγηση μέσα στο κεφάλι μας!
Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Και η κατανόησή της είναι -για μένα- η μεγαλύτερη σοφία!
Ειδικά αν είναι ... καλή η αφήγηση, τότε μιλάμε για πραγματική μαγεία...
Και η μαγεία δίνει τη  δυνατότητα να ακυρώσω το "Πεθαίνουμε χωρίς να ξέρουμε τι ζήσαμε.", του Κούντερα και να το κάνω "Αφηγούμαστε για να ξέρουμε τι έχουμε ζήσει
(θα έγραφα πως είναι δικό μου, αλλά κάτι μου λέει πως το έχουν ήδη πει πολλοί άλλοι...)
Αφηγούμαστε, για να μάθουμε τι ζήσαμε. Ή για να αλλάξουμε όσα ζήσαμε. Να τα ξαναζήσουμε. Να τα συμπληρώσουμε.  Να τα απολαύσουμε ή και να τα ξεχάσουμε. Ξαναζώ με τη μνήμη, για να ξεχάσω ό,τι δεν θέλω να θυμάμαι.
Έτσι δομείται η πραγματικότητα.  Έτσι χτίζεται ο κόσμος μου.
Έτσι μπαίνουν σε τροχιά οι πλανήτες. Με νόμους που φτιάχνει το κεφάλι μου, από ό,τι πορώνει τις αισθήσεις μου.
Σε μια αέναη επανάληψη μετασχηματιζόμενων μοτίβων. Με έρωτες, με χαρές, με λύπες, με αρώστιες της ψυχής, του μυαλού και του σώματος, με πάθη, με λάθη, με φόβο, με αγωνία, με λύτρωση και με χαρά, πάλι. Με χαρά και πάλι.
Στιγμιαία ή μη. Ποιον ενοχλεί; Δική μου είναι η αφήγηση.
Και η διάρκεια. Διάρκεια μέσα στη διάρκεια.
Σαν παραβολικός καθρέφτης που αντανακλά ιδέες με ήχους και με χρώματα.
Γεύση από χταπόδι στα κάρβουνα... Και συναισθήματα...

Μέχρι να μπει η τελευταία τελεία.  
Μέχρι την τελευταία στιγμή
-----------------------------------

Υ.Γ. Το κείμενο της φωτογραφίας που κοινοποίησε ο e-φίλος, επιδέχεται και άλλων αναγνώσεων, αλλά επέλεξα αυτήν που με εξυπηρετούσε να πω αυτά που ήθελα να πω, σε μια άχρονη και επαναλαμβανόμενη αφήγηση ... της στιγμής :) 

Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε...

Ένα πρωινό, σε μια αριστοκρατική συνοικία του Λονδίνου: ο αφηγητής, ανώτερο στέλεχος του τραπεζικού τομέα, γύρω στα σαράντα, που η καριέρα του καταρρέει, ο γάμος του πνέει τα λοίσθια, δέχεται μια απρόσμενη επίσκεψη στο σπίτι του. Στην αρχή, δεν αναγνωρίζει τον άντρα που παρουσιάζεται στην πόρτα του, με σακίδιο στην πλάτη και ταλαιπωρημένη όψη. Εκείνος όμως, του απευθύνεται σαν να συνεχίζει μια συνομιλία που είχε μόλις διακοπεί. Είναι ο Ζαφάρ, πρώην συμφοιτητής του στην Οξφόρδη, μαθηματική ιδιοφοΐα, που είχε εξαφαντιστεί γαι πολλά χρόνια. Ο αφηγητής τού προσφέρει τη φιλοξενία του. Έτσι αρχίζει αυτό το πληθωρικό, περίτεχνο και φιλόδοξο μυθιστόρημα. 

Είναι η πρώτη παράγραφος στο εσωτερικό αυτί του βιβλίου με τίτλο "Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε",  του Ζία Χάιντερ Ράχμαν.  


Ο Ράχμαν γεννήθηκε σε μια αγροτική περιοχή του Μπαγκλαντές. 
Μεγάλωσε στη Μεγάλη Βρετανία, σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας, αλλά έκανε λαμπρές σπουδές (Οξφόρδη, Καίμπριτζ, Μόναχο και Γέηλ). Εργάστηκε ως ανώτερο στέλεχος στον χρηματοπιστωτικό τομέα και σήμερα είναι δικηγόρος με αντικείμενο δραστηριότητας τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο. Είναι τακτικός συνεργάτης των εφημερίδων New York Times και The BBC Radio 4. Το Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με το James Tait Black Memorial Prize  και το  International Ranald McDonald Prize.
(Από το οπισθώφυλλο του βιβλίου)

Μάλιστα. 
Από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ. Σε μετάφραση Ανδρέα Μιχαηλίδη.

Και συνεχίζει το κείμενο στο φαρδύ εσωτερικό αυτί του βιβλίου:

Πέρα από την εξιστόρηση της ζωής ενός ανθρώπου, μας προσκαλεί σ’ ένα μεγάλο ταξίδι, από τη Μεγάλη Βρετανία ώς την ηπειρωτική Ευρώπη, και από τις Ηνωμένες Πολιτείες ώς την Ασία. Δύο φωνές εναλλάσσονται και συζητούν μεταξύ τους: εκείνη του αφηγητή, που αποκαλύπτεται σταδιακά – παιδικές και νεανικές μνήμες σ’ ένα προνομιούχο περιβάλλον, λόγιο και κοσμοπολίτικο,επαγγελματική σταδιοδρομία στον χρηματοπιστωτικό τομέα. 
Και εκείνη του φίλου του τού Ζαφάρ. Μέσα από τις συζητήσεις και τις αφηγήσεις, η ζωή του Ζαφάρ ξετυλίγεται. Ταπεινής καταγωγής, μεταναστεύει με την οικογένειά του από το Μπανγκλαντές στην Αγγλία. Έχοντας πίσω του λαμπρές σπουδές, μαθηματικών και νομικής, εργάζεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα στη Νέα Υόρκη και, στη συνέχεια, ως δικηγόρος στο Λονδίνο, από όπου φεύγει για να εργαστεί στην πρωτεύουσα του Μπανγκλαντές Ντάκα και, από εκεί, στο Αφγανιστάν. Παρακολουθούμε επίσης τις ερωτικές του περιπέτειες, κυρίως την περίπλοκη σχέση του με την Έμιλυ, χαρισματικό γόνο της βρετανικής υψηλής κοινωνίας.

Πρόκειται για ένα ογκώδες μυθιστόρημα, 626 σελίδων, σε μέγεθος 16x24, το οποίο  για μένα είναι αποτρεπτικό, επειδή τα μυθιστορήματα τα διαβάζω ξαπλωμένη και τέτοιου μεγέθους βιβλία δεν τα αντέχουν οι ταλαιπωρημένοι μου καρποί! Ίσως αναγκαστώ να αγοράσω κάποιο ειδικό αναλόγιο τοίχου, ένα πτυσσόμενο, που θα κρατά το βιβλίο μπροστά στα μάτια μου, για να μην επιβαρύνω τα χέρια μου. Θα βρω τον τρόπο. Επειδή επιβάλλεται να το διαβάσω για πλείστους λόγους, με πρώτο και καλύτερο τον εξής: η κρίση στη ζωή ενός σαραντάχρονου άντρα είναι το θέμα και του δικού μου μυθιστορήματος. Αυτού που προσφάτως ξεκίνησα να γράφω...Και δεν ξέρω αν ποτέ το τελειώσω...
Και θαρρείς πως όποιο βιβλίο πέφτει στα χέρια μου τον τελευταίο καιρό με κάποιον τρόπο πραγματεύεται την κρίση του αρσενικού στις διάφορες φάσεις της ζωής του. Ως παιδί, ως έφηβο, ως ενήλικα, ως μεσήλικα, σαραντάρη δηλαδή και πάει λέγοντας. 
Μια σειρά από συμπτώσεις; Ή μήπως μια, από την πλευρά μου υποσυνείδητη, σθεναρή ωστόσο, επιδίωξη; Βέβαια, δεν έχει και τόσο σημασία για ποιο λόγο συμβαίνει, αλλά το ότι συμβαίνει. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που με προβληματίζει και με ενδιαφέρει. 

Γι' αυτό θα το αρχίσω αμέσως μετά από τα τρία - με την κρίση της αντρικής ταυτότητας στον πυρήνα τους όλα - που διαβάζω αυτήν την εποχή. 


Μέχρι τότε, το καταπληκτικό εξώφυλλο του βιβλίου, δεν παύει ούτε λεπτό να με καλεί.
Οι παράλληλες σιδηρογραμμές... Η ομίχλη που καλύπτει το ένα άκρο τους. Σαν να χάνονται στο άπειρο. Σαν να συνεχίζουν για πάντα. Το άλλο άκρο δεν είναι στην εικόνα. Είναι εκεί που είμαστε εμείς, οι αναγνώστες. Άντρες και γυναίκες. Δεν έχει σημασία... 
Όλοι πληγώνονται. Όλοι υποφέρουν. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο. 
Άλλος σιωπώντας, άλλος κραυγάζοντας. 
Κάποιοι κρατούν το φταίξιμο για τον εαυτό τους, κάποιοι το πετούν στα μούτρα των άλλων. Ανάμεσά του κι εκείνοι οι σοφοί, που ξέρουν πώς να μοιράζονται...και το μοιράζονται.
Ο καθένας αφηγείται τη δική του εκδοχή. 
Ποιος είναι ο αφηγητής; Μήπως εσύ; Στη μέση της διαδρομής! Εκεί! Λίγο πριν λίγο μετά τα σαράντα! Στην πρώτη ουσιαστική ανασκόπηση... Απογραφή ...εμπορεύματος! Κυνισμός! Απανθρωπιά; Και μετά; Λήψη (νέων) αποφάσεων ζωής! 
Ανανέωση; Αναθεώρηση! Συνειδητή; Ή μήπως στην τύχη; Σαν ανακάτωμα τράπουλας... Εδώ παπάς εκεί παπάς... Πιθανότητες! Αυταπάτες...

Μένει το βλέμμα μου καρφωμένο στον άντρα της εικόνας και μετά από λίγο νιώθω να μου κόβεται η ανάσα σαν να πρόκειται να είμαι η μοναδική μάρτυρας της επόμενης κίνησής του...

Σταματώ εδώ. Πάω να τελειώσω τα μυθιστορήματα που διαβάζω. Θέλω χρόνο για το Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε. Και ελπίζω πως διαβάζοντάς το, θα βρεθώ ένα βήμα πιο κοντά στο μυστηριώδες σαραντάχρονο αντρικό μυαλό, που εις μάτην, μου φαίνεται, προσπαθώ να καταλάβω εδώ και αρκετό καιρό

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Άδηλη η ψυχή του αγοριού...

Είναι δυο τρεις μέρες τώρα που προσπαθώ να γράψω... 
Ξεκινώ κι εγκαταλείπω την προσπάθεια πριν καλά καλά την αρχίσω. Είναι πολύ δύσκολο το θέμα που με απασχολεί και δεν χωρά ούτε σε λογοπαίγνια ούτε στους συνήθεις αστεϊσμούς στους οποίους καταφεύγω - κι εγώ όπως και πολλοί άλλοι - όταν η σοβαρότητα του πράγματος μου προκαλεί αμηχανία.
Η "αμηχανία", ως λέξη, δεν περιγράφει ούτε το ένα απειροστό εκείνου του συνονθυλεύματος συναισθημάτων από τα οποία διακατέχεται όποιος αποφασίσει να σκύψει βαθιά μέσα στην ψυχή ενός αγοριού. Το άγνωστο που συναντά μερικές φορές είναι πιο τρομακτικό κι από τους "δράκους" που μας κυνηγούν στους εφιάλτες των παιδικών μας χρόνων! Τότε που ζητάμε από τη μητέρα μας να αφήσει το φως αναμμένο, όταν έρχεται το βράδυ να μας σκεπάσει, με εκείνο το γλυκό φιλί της καληνύχτας, που η αίσθησή του γίνεται υποσυνείδητα η καταφυγή μας στα δύσκολα χρόνια που δεν είμαστε πλέον παιδιά ή όταν η μητέρα δεν είναι πλέον ανάμεσά μας...

Τον τελευταίο καιρό μια σειρά από συμπτώσεις με ώθησε να ξαναδιαβάσω κλασικά βιβλία στα οποία ο αφηγητής είναι ένας νεαρός έφηβος που παλεύει απεγνωσμένα να βρει το δρόμο του προς την ενηλικίωση κι έρχεται αντιμέτωπος πρώτα με τους γονείς του, μετά με τους δασκάλους του, με τους συμμαθητές του, με όλη την κοινωνία και οτιδήποτε την συναπαρτίζει... Στο βάθος όμως, αυτό που στοιχειώνει τον αφηγητή είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Ένας εαυτός που αλλάζει. Που από τη συμπαγή παιδικότητα περνά στη δια βίου διάσταση του είναι με το γίγνεσθαι.
Θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ, αφού πρώτα αναφέρω ποια είναι τα βιβλία που ξαναδιαβάζω αυτόν τον καιρό. 
"Ντέμιαν" τουΈρμαν Έσσε, σε μετάφραση Μένη Κουμανταρέα και "Ο φύλακας στη σίκαλη", του J. D. Saligner, σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη. Τα είχα διαβάσει όταν ήμουν φοιτήτρια στα Γιάννενα, κι εκείνα τα ίδια αντίτυπα έχω ξανά στα χέριά μου, εδώ και λίγους μήνες, προσπαθώντας να καταλάβω τι συμβαίνει στην ψυχή και στο μυαλό ενός αγοριού όταν είναι μεταξύ 12 και 18. Ή και μεγαλύτερο. Επειδή μερικές φορές η εφηβεία παίρνει μακράν παράταση... Τα εγχειρίδια της ψυχολογίας είναι μεν κατατοπιστικά, αλλά περιορίζονται σε μια επιστημοσύνη που δεν καλύπτει όλα τα πώς και τα γιατί που γεννά η περιέργειά μου μπροστά σε τέτοιες δύσβατες και σκοτεινές (ανα)γνωστικές αναζητήσεις.
Τέτοιες στιγμές η πλέον στέρεη και έγκυρη προσέγγιση γίνεται μέσα από τη λογοτεχνία. Ενίοτε δε και από τη φιλοσοφία.

Διαβάζω και ξαναδιαβάζω την εξομολόγηση του Σίνκλαιρ, του νεαρού αφηγητή στο "Ντέμιαν", και βλέπω όσα δεν βλέπουμε, όταν - ως γονείς ή και ως εκπαιδευτικοί -συναναστρεφόμαστε με τους νέους ή όταν απλά τους επιτηρούμε/παρατηρούμε εξ αποστάσεως να συναναστρέφονται μεταξύ τους, να συμμετέχουν σε παρέες, να πηγαίνουν σε πάρτυ, να κολυμπούν σε πισίνες...

"Όσο περισσότερο καταλάβαινα πόσο διαφορετικός ήμουν από την καινούρια μου παρέα, τόσο περισσότερο δυσκολευόμουν να ξεφύγω απ' αυτήν. Δεν θυμάμαι πια αν κατά βάθος το πιοτό ή το όνομα που είχα βγάλει μου έδιναν ικανοποίηση.  Ένα ήταν βέβαιο: πως ποτέ δεν είχα κατορθώσει να συνηθίσω στο οινόπνευμα. Ήταν σαν να με έβαζαν σε καταναγκαστικά έργα. Έκανα αυτή τη ζωή γιατί δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Φοβόμουν να συνεχίσω να ζω στη μοναξιά, φοβόμουν τις χιλιάδες κρίσεις τρυφερότητας και ντροπής, που σ' αυτές έκλινα πάντα από φυσικού μου. Τρόμαζα στην τρυφερή σκέψη του έρωτα, που συχνά με κρατούσε ξάγρυπνο." (σελ. 78)

Ένα μικρό απόσπασμα από την εκμυστήρευση όπου ο Σίνγκλαιρ περιγράφει την τεράστια μοναξιά και τον παραλυτικό φόβο που βιώνει μπροστά στις επιθυμίες που εκπηγάζουν από την ίδια την ανθρώπινή του φύση, καθώς παλεύει να σταθεί...
Και πάνω από όλα βιώνει ενοχή!  Ένοχος, επειδή μεγαλώνει. Ένοχος επειδή επιθυμεί... 
Ένοχος επειδή γίνεται άντρας... 
Ο νεαρός Σίνκλαιρ, βέβαια,  ζει -υποθέτω- λίγο πριν από το 1919, που έγινε  η πρώτη έκδοση του βιβλίου του Έσσε. 
Τα βιώματά του όμως και οι αγωνίες του δεν έχουν να κάνουν τόσο με τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα της εποχής που ζει, λέω εγώ,  όσο με την υποκρισία... 
Και η υποκρισία μιας εποχής σε τίποτε δεν διαφέρει από την υποκρισία μιας άλλης.
Έχει την ίδια βασική δομή. Τα ίδια αξιώματα... 

"Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν..."

Η υποκρισία είναι το θεμελιώδες υλικό των δυτικών κοινωνιών... που εκβιάζουν από το άτομο μια ωρίμανση αντίθετη στην ίδια του τη φύση. 
Ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς - όπως διαβάζω στην εισαγωγή του βιβλίου "Μαθήματα φιλοσοφίας σε έξι ώρες και ένα τέταρτο"- ισχυρίζεται ότι:

Είναι πάγια κατάσταση οι άνθρωποι να αισθάνονται υποχρεωμένοι να κρύβουν την ανωριμότητά τους, γιατί μόνο ό,τι διαθέτουμε από ωριμότητα μέσα μας είναι κατάλληλο προς τα έξω. [...] δε βλέπετε ότι η εξωτερική σας ωριμότητα δεν είναι παρά μύθος και ότι όλα όσα προσπαθείτε να εκφράσετε δεν αντιστοιχούν στην εσωτερική πραγματικότητά σας;
Ενώ υποκρίνεστε την ωριμότητα, στην πραγματικότητα ζείτε σε έναν πολύ διαφορετικό κόσμο. Αν δεν κατορθώσετε να συνενώσετε αυτούς τους δύο κόσμους, ο πολιτισμός θα είναι για σας πάντα ένα εργαλείο αυταπάτης.

Η εισαγωγή στο "Μαθήματα φιλοσοφίας σε έξι ώρες και ένα τέταρτο" είναι του καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Γένοβας, Φραντσέσκο Καταλούτσιο, που είναι επιμελητής και μεταφραστής ολόκληρου του έργου του Γκομπρόβιτς. Προσοχή! Ο Γκομπρόβιτς δεν είναι φιλόσοφος. Λογοτέχνης είναι! Γι' αυτό άλλωστε οι αλήθειές του, σαν κι αυτές του παραπάνω αποσπάσματος περί ανωριμότητας, είναι έγκυρες! 

Δυσκολεύομαι πολύ να γράψω. Είναι μεγάλο το βάρος των ημερών, κάτω από την υποκριτική στάση όλων μας...
Μα πώς να αποδεχτούμε την ανωριμότητά μας και πώς να αφήσουμε πίσω την σύμφυτη με  το είναι μας ενοχή;
Την κουβαλάμε μέσα μας από κείνη την πολύ μακρινή εποχή, που ως άλλοι Σίνκλαιρ παλέψαμε με την αποδοχή της ενηλικίωσης. Ή μήπως από τότε που εκπέσαμε από την αγγελική παιδικότητα στις εκφυλιστικές μεταβολές του χρόνου; 
Από τον Παράδεισο στην Κόλαση...
Του μυαλού μας.

Ξαναδιαβάζω τα φοιτητικά μου αναγνώσματα, το "Ντέμιαν" και το "Ο φύλακας στη σίκαλη"  και βρίσκω πόσα αγνοούμε ακόμη και σήμερα από τον ψυχισμό του εφήβου που προσπαθεί να ενηλικιωθεί. Που προσπαθεί να ανταποκριθεί στα πρότυπα των αρίστων που εμείς οι ανώριμοι υποκριτές του επιβάλλουμε...
Κι αυτά τα πρότυπα δεν συγχωρούν αδυναμίες, εκδορές, αίματα, λιποψυχίες...
Αυτά τα πρότυπα απαιτούν επιτυχίες.

Πόσο άδηλη και πόσο μόνη είναι η ψυχή του αγοριού...
Και στα βιβλία, που διαβάζω. 
Και στη δική μας κοινωνία. Και παντού.


Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Το καλοκαίρι του κυρίου Ζόμερ

Χθες, τελευταία μέρα του Ιουνίου και πρώτη μέρα των θερινών μου διακοπών -των δίμηνων θερινών διακοπών που έχουμε εμείς οι δάσκαλοι και για τις οποίες μας μέμφονται και μας λοιδορούν οι μη δάσκαλοι - έτρεχα πάνω κάτω μες στο σπίτι, να συμμαζέψω τις σημειώσεις και τα βιβλία και όλα τα υπόλοιπα σχολικά εργαλεία. Κάποια στιγμή, όπως περνούσα από την κεντρική κοινόχρηστη βιβλιοθήκη, το μάτι μου έπεσε στη ράχη ενός βιβλίου του Πάτρικ Ζίσκιντ, που το είχα ακόμη αδιάβαστο. Πόσα χρόνια βρίσκεται εκεί, έτσι ολοκαίνουριο και αν-άνοιχτο δεν ξέρω. Είχα ξεχάσει εντελώς πότε το αγόρασα και πότε το στρίμωξα ανάμεσα στα άλλα, με προοπτική να το διαβάσω την κατάλληλη χρονική στιγμή. 

Τον Ζίσκιντ τον γνώρισα, φοιτήτρια ακόμη, από το Άρωμα, όπως και πολλοί άλλοι. Μετά διάβασα το κοντραμπάσο και μετά-αρκετά χρόνια αργότερα-ξαναδιάβασα το 'Αρωμα, γι' αυτό θυμάμαι μέχρι σήμερα την περιγραφή της μύτης του μωρού μες στο καλάθι, που το 'χει εγκαταλείψει η μάνα του στην αγορά, κι αυτό τρομαγμένο αντί να κλαίει, όπως θα έκανε κάθε άλλο μωρό, ρουθουνίζει ασταμάτητα, προσπαθώντας να μαντέψει πού βρίσκεται και τι υπάρχει πίσω από τις δυσοσμίες που καλύπτουν τον αέρα και τον κόσμο ολόκληρο. 
Με αυτές τις σκέψεις συνέχισα να τακτοποιώ τη χαρτούρα, που η κάθε σχολική χρονιά συσσωρεύει σε διάφορα σημεία του σπιτιού. Μέσα μου όμως ένιωθα έντονο το κάλεσμα του βιβλίου. Ξέρω καλά πόσο αδύναμη είμαι σε τέτοιου είδους καλέσματα.
Από την άλλη, ο καιρός χθες ήταν με το μέρος ... του βιβλίου. Τελευταία μέρα του Ιούνη, του πρώτου μήνα του καλοκαιριού, αλλά το (δικό μας) καλοκαίρι δεν το αποφασίζει να έρθει. 
Κάπως έτσι "Το καλοκαίρι του κ. Ζόμερ" βρέθηκε, εν τέλει,  στα χέρια μου. Η πρώτη έκπληξη ήταν η αντίθεση που υπήρχε ανάμεσα στην εικόνα του εξώφυλλου και στον τίτλο του βιβλίου. "Το καλοκαίρι του κ. Ζόμερ" φαρδιά πλατιά και καλλιγραφικά τυπωμένο σε μια σελίδα με ψυχρά χρώματα και χειμωνιάτικο τοπίο.  Όλα λευκά και χιονισμένα κι αυτός ντυμένος με χοντρά σκούρα ρούχα και με τη μαγκούρα στο χέρι να δρασκελίζει, έχοντας πάρει τον κατήφορο. Πριν ακόμη διαβάσω τι έγραφε το οπισθόφυλλο ένιωσα να συμπάσχω με αυτόν τον κύριο Ζόμερ. Ένιωσα, για τους δικούς μου λόγους, που σχετίζονται με τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες και άλλα τινά θέματα, να ταυτίζομαι  μαζί του.
Τι του έχει συμβεί; Γιατί είναι χειμωνιάτικο το καλοκαίρι του και γιατί με τόση βία ροβολάει τον κατήφορο;
Έψαξα να βρω μια πρώτη απάντηση στο οπισθόφυλλο:   
Το καινούργιο βιβλίο του Πάτρικ Ζίσκιντ 
είναι μια ιστορία από την παιδική ηλικία,
όχι όμως μια ιστορία για παιδιά.
Μιλάει για έναν αινιγματικό πεζοπόρο.
Διηγείται την ιστορία του κυρίου Ζόμερ.

Στρώθηκα μετά μανίας στην ανάγνωση. Νωρίς το απόγευμα το είχα τελειώσει, αλλά  ποιος είναι και γιατί περπατάει, σχεδόν τρέχοντας, ο κύριος Ζόμερ δεν έμαθα ποτέ!
Ούτε και ο ίδιος ο αφηγητής δεν ήξερε να πει περισσότερα για τον μυστηριώδη κύριο. 
Τον έβλεπε από καιρού εις καιρόν να εμφανίζεται, και μάλιστα σε κάποια κομβικά σημεία της  αφήγησης της παιδικής του ηλικίας, όπως, για παράδειγμα, τότε που η δασκάλα του πιάνου, η στριμμένη, ανέραστη και ψυχωσική, ηλικιωμένη γυναίκα, με τη συμπεριφορά της τον εξανάγκασε να...βάλει τέλος στη ζωή του. Τότε που για λίγα λεπτά η μόνη του ευχαρίστηση ήταν να φαντασιώνεται τι ωραία που θα ήταν η κηδεία του, πόσο θα έκλαιγαν οι φίλοι και οι συγγενείς, πόση μεταμέλεια θα έδειχναν οι γονείς του, που δεν στάθηκαν όπως έπρεπε σ' αυτόν τον τόσο καλό, τόσο ευγενικό, τόσο ευαίσθητο και ιδιαίτερο νέο...
Ήταν σκαρφαλωμένος πάνω στον ψηλό πεύκο, έτοιμος να κάνει βουτιά στο κενό, και τότε ήρθε και στάθηκε ακριβώς από κάτω, στο σημείο που θα έπρεπε να σκάσει με το κεφάλι, αν άφηνε το κλαδί που κρατούσε σφιχτά, ναι, εκεί ακριβώς, ήρθε και στάθηκε ο μυστηριώδης κύριος Ζόμερ, βλέποντας με αγωνία γύρω και τριγύρω σαν να προσπαθούσε να φυλαχτεί από απειλητικούς εχθρούς και αόρατους δαίμονες!
Ο λίγος αυτός χρόνος της παρουσίας του κυρίου Ζόμερ, στο χωρικό σημείο που θα άφηνε ο νεαρός αφηγητής την τελευταία του πνοή και θα αποχαιρετούσε τα εγκόσμια, άλλαξε τη ροή της ιστορίας. 
Για τον μυστηριώδη κύριο δεν μάθαμε τίποτα παραπάνω. Η αφήγηση όμως συνεχίστηκε κι από αυτό και μόνο κατανοεί κανείς πως ο χρόνος που κερδήθηκε ήταν αρκετός για κάποιες δεύτερες σκέψεις και τις συνεπακόλουθες μεταμέλειες.

Κάνοντας κι εγώ τις δεύτερες σκέψεις μου, σήμερα, την 1η μέρα του Ιούλη, καταλήγω στο συμπέρασμα πως ο κύριος Ζόμερ, ο κύριος Καλοκαίρης δηλαδή, ο τόσο μυστηριώδης, ο τόσο αεικίνητος, ο τόσο βιαστικός, που εμφανίζεται εκεί που δεν τον περιμένει ο μικρός Ζίσκιντ, δεν είναι παρά η στοιχειωμένη παιδική  ηλικία... 
Ο κύριος Ζόμερ δεν είναι μια απλή χωρική παρουσία. Είναι ο ίδιος ο χρόνος που τρέχει ασταμάτητα. Και σέρνει μαζί ό,τι βαραίνει μέσα μας, ό,τι μας καθηλώνει... Ό,τι φοβόμαστε να αντιμετωπίσουμε μεγαλώνοντας.
Νομίζω πως ούτε λίγο ούτε πολύ, ο καθένας, μέχρι κάποια ηλικία τουλάχιστον, έχει τον δικό του κύριο Ζόμερ. 
Για κάποιον ο κύριος Ζόμερ είναι το γέννημα μιας άθλιας δασκάλας μουσικής. Για κάποιον  άλλον η στρίγκλα καθηγήτρια των Γερμανικών ή το καφετί peet bul του γείτονα, που του έφραζε τον δρόμο το βράδυ που γύριζε  από το φροντιστήριο στο σπίτι. Για άλλον η ίδια του η μάνα...
Στο σκοτεινό, μυστηριώδες, πρόσωπο του κυρίου Ζόμερ αντανακλούν όλοι οι σκιώδεις φόβοι της παιδικής μας ηλικίας, που - υποσυνείδητα - μας ακολουθούν και μεγαλώνουν μαζί μας, μέχρι να φτάσουμε σε εκείνο το επίπεδο κατανόησης εαυτού, για να πούμε με θάρρος και αποφασιστικότητα: Αντίο, για πάντα, κύριε Ζόμερ! 

Επειδή τον δικό μου κύριο Ζόμερ, έχω την τύχη (ή μήπως το προνόμιο της ηλικίας;) να τον έχω προ πολλού αντιμετωπίσει,  αυτό που θα ήθελα να πω σήμερα δεν είναι το "Αντίο, κύριε Ζόμερ", αλλά "Αντίο, κακοκαιρία...".

Εύχομαι από αύριο η θερμοκρασία να αρχίσει να ανεβαίνει!
Η θάλασσα, το πέλαγος, οι άνθρωποι, το διάβασμα, το γράψιμο, η ζωή...
Το όνειρο μας περιμένει :)

ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ! Και καλές διακοπές!