Ως εκπαιδευτικός, τον τελευταία καιρό, βίωσα και συνεχίζω να βιώνω μια εντελώς καινούρια κατάσταση, καθώς οι νέες συνθήκες και τα μέτρα για την καταπολέμηση της πανδημίας, μας έφεραν μπροστά σε μια παντελώς άγνωστη για τους περισσότερους διαδικασία, που εσφαλμένα ονομάστηκε "εξ αποστάσεως διδασκαλία"!
Αυτό που έγινε δεν ήταν "εξ αποστάσεως διδασκαλία". Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα που είχε, δεν ήταν κάτι παραπάνω από μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να μείνουμε, εμείς οι δάσκαλοι, παντί τρόπω, σε επικοινωνία με τα παιδιά ή με τους ενήλικες μαθητές μας, όσοι από μας διδάσκουμε σε Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας.
Βέβαια, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη ότι με τα παιδιά αυτά, όπως και με τους ενήλικες μαθητές μας, γνωριζόμασταν κι είχαμε ήδη αναπτύξει την προαπαιτούμενη εμπιστοσύνη, καθώς και επαρκή συναισθηματική επικοινωνία. Αν δεν υπήρχε η προηγηθείσα διά ζώσης σχέση δασκάλου-μαθητή -πάνω στην οποία ήρθε και πάτησε, εντελώς απροετοίμαστα και αιφνιδιαστικά, η σύγχρονη και η ασύγχρονη τηλεκπαίδευση- η απουσία εκπαιδευτικού σχεδιασμού, που σε γενικές γραμμές χαρακτήριζε το όλο εγχείρημα, βάζω στοίχημα, θα επέφερε παταγώδη αποτυχία. Αυτό που καταφέραμε, σε γενικές γραμμές, δεν ήταν παρά ένας αγώνας αξιοποίησης μιας ανεπαρκούς τεχνολογίας. Όλη η προσπάθεια, με ελάχιστες εξαιρέσεις, επικεντρώθηκε στην τεχνολογία και από την (τηλ)εκπαιδευτική διαδικασία έλειψε ο καίριος προσανατολισμός, που βάζει στο κέντρο τον μαθητή.
Μετά από αυτήν την εμπειρία, είμαι βέβαιη πως οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί, ανεξάρτητα από το αν αποδέχονται ή όχι την άμεσα εξαρτημένη από την τεχνολογία τηλεκπαίδευση, και πέρα από τις όποιες αντιρρήσεις τους και επιφυλάξεις τους, προσπαθούν να αποκτήσουν όχι μόνο τις απαιτούμενες δεξιότητες, αλλά και τη βασική γνώση και επίγνωση μιας νέας πραγματικότητας που, δυστυχώς, δεν περιορίζεται στο χώρο του σχολείου. Η νέα πραγματικότητα φαίνεται πως αφορά την ... ψηφιοποίηση της ίδιας της ζωής, εν γένει!
Επηρεασμένη από όλα όσα ζω τον τελευταίο καιρό, το κίτρινο βιβλίο με τίτλο "Ψηφιακός Ανθρωπισμός", που βρίσκονταν ανάμεσα σε άλλα στο περβάζι του παραθύρου, τράβηξε αμέσως την προσοχή μου. Του Θεοφάνη Τάση, κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ.
Ο συγγραφέας, γεννημένος μόλις το 1976, διδάσκει Σύγχρονη Πρακτική Φιλοσοφία στο Alpen-Adria Universität στην Αυστρία, είναι επισκέπτης καθηγητής σε άλλα Πανεπιστήμια και -παρόλο το νεαρό της ηλικίας του- έχει ένα πολύ μακρύ και πολύ αξιόλογο βιογραφικό.
Στο βιβλίο αυτό καταπιάνεται με την "εικονιστική κοινωνία", την οποία αρκετοί ανάμεσά μας, συνεχίζοντας να ζουν ... παραδοσιακά κι αποφεύγοντας συστηματικά την τεχνολογία, δεν έχουν πάρει είδηση. Όμως η "εικονιστική κοινωνία", που έχει ως κεντρικό γνώρισμα την κυριαρχία της εικόνας σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, έχει βαθμιαία επιφέρει την εξεικόνιση του βίου, με όσα αυτό συνεπάγεται.
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο στο πώς ο συγγραφέας εξηγεί το νόημα που δίνει στο νεολογισμό "εικονιστική κοινωνία", επειδή αυτό που με ενδιαφέρει πρωτίστως είναι ο ... ανθρωπισμός, ψηφιακός και μη.
Ζώντας στη Μυτιλήνη, τον τρέχον σχολικό έτος, έχω συναναστραφεί μέσα από ποικίλες επαγγελματικές και εθελοντικές δραστηριότητες με πολλούς πρόσφυγες και με αρκετούς αιτούντες άσυλο κι ως εκ τούτου έχω αναπτύξει ή μάλλον προσπαθώ να αναπτύξω μια συγκεκριμένη επιχειρηματολογία γύρω από το "προσφυγικό ζήτημα", όπως το βιώνω, όχι εξ αποστάσεως, αλλά διά ζώσης, που - στην εκπαίδευση τουλάχιστον - είναι πάντοτε ζητούμενο.
Κατά συνέπεια, το κεφάλαιο του βιβλίου που διάβασα αμέσως μόλις το έπιασα στα χέρια μου ήταν αυτό με τίτλο "Καλλιεργώντας την γη της επαγγελίας: Μερικές παρατηρήσεις για το προσφυγικό ζήτημα", το οποίο έκανε μια εξαιρετική ανάλυση των προβλημάτων που συνθέτουν αυτό που αποκαλούμε "προσφυγικό", ξεκινώντας με την επίκριση της φράσης "οι ροές των προσφύγων", που έχει επικρατήσει. Μιλάμε σαν να πρόκειται για μια ομογενοποιημένη μάζα ανθρώπων και αυτό είναι λάθος, γιατί κάθε άνθρωπος που εγκαταλείπει την πατρίδα του και ζητά άσυλο σε μια άλλη χώρα κουβαλά τη δική του ιστορία. Αποτελεί μονάδα διακριτή... Το κεφάλαιο, αν και σύντομο κάνει μια βαθιά τομή στο πρόβλημα και κλείνει ως εξής:
"... η συμπόνοια και η αλληλεγγύη συχνά συγχέονται με τον οίκτο, ενισχύοντας την τάση να παρουσιάζονται οι πρόσφυγες ως παθητικοί δέκτες φιλανθρωπίας. Αυτή η εικόνα των προσφύγων είναι παραπλανητική και άδικη τόσο για εκείνους όσο και για μας, διότι χάρη σε αυτούς ένα μέρος του ευρωπαϊκού πληθυσμού επανεκτίμησε ορισμένα ατομικά και πολιτισμικά κεκτημένα που είχαν καταστεί αυτονόητα στην ευημερία που ακολούθησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εμπνεύστηκε από το σθένος τους στην αναζήτησή ενός αυθεντικότερου βίου, εξερευνώντας εναλλακτικές στην καθημερινότητα και αναθεωρώντας συνήθειες και τρόπους ζωής. Σε αυτούς τους Ευρωπαίους οι πρόσφυγες υπενθύμισαν την ενδεχομενικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και τον κίνδυνο της ύβρεως. Χάρη στην οδύσσεια των προσφύγων οι πολίτες και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες σ' έναν βαθμό ωρίμασαν μαθαίνοντας κάπως ν' αυτοπεριορίζονται. Η Ευρώπη ίσως να μην συνιστά γη τες επαγγελίας. Όμως καλλιεργώντας την, δηλαδή, προασπίζοντας την οικουμενικότητα των αξιών της, αποδεχόμενοι την αδυναμία διαχείρισης του συνόλου της δυστυχίας και της οδύνης, βιώνοντας ταυτόχρονα τις ενοχές και την συμπόνοια αυτής της συνθήκης χωρίς ν' αποσυρόμαστε χάνοντας την ανθρωπιά μας δρέπουμε ήδη, παλιοί και νέοι πολίτες της, καρπούς νοήματος. "
Μπορεί η Ευρώπη, μέσα από την πανδημία να έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο που κάθε άλλα παρά γη της επαγγελίας την καθιστά, αλλά...
Μένω στο γεγονός πως ανάμεσα στους πρόσφυγες που έχω συναναστραφεί αυτόν τον καιρό, υπάρχουν άνθρωποι που πραγματικά θαύμασα για την προσπάθεια που καταβάλουν να ενταχτούν, να ριζώσουν και να συνεχίσουν τη ζωή τους εδώ...
Μια ζωή λιτή, αυθεντική κι επίμονα ανθρώπινη, που απέχει πολύ από τον ... "ψηφιακό ανθρωπισμό".
Όπως και να 'χει το βιβλίο του Θεοφάνη Τάση είναι καταπληκτικό.