Εναλλακτικός τίτλος: Μια μέρα με τον Αντώνη Σπετσιώτη
Ο Αντώνης Σπετσιώτης είναι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ήρωας στο μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη, "Εκεί που ζούμε", που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη τον Νοέμβριο του 2019 και δεν έχω ιδέα πόσες εκδόσεις έχει κάνει από τότε, αλλά είμαι σίγουρη πως θα κάνει κι άλλες πολλές στο μέλλον.
Έχω μπροστά μου ένα αντίτυπο του βιβλίου από την 4η έκδοση, που το δανείστηκα (και δεν έχω σκοπό να το επιστρέψω) από έναν φίλο (που ελπίζω, διαβάζοντας αυτά που θα γράψω, αν καταφέρω να γράψω αυτά που σκέφτομαι, να φιλοτιμηθεί ή να συγκινηθεί και να μη μου ζητήσει το βιβλίο του πίσω...), επειδή θέλω να το διαβάσω πάλι και, όταν θα το τελειώσω για δεύτερη φορά, θα θέλω να το διαβάσω πάλι. Μία προς μία τις 440 σελίδες από μια μέρα (και μια νύχτα) του Αντώνη Σπετσιώτη, που είναι "ένας τριανταπεντάχρονος νέος της χαμένης γενιάς", ή μήπως "ένας ακόμη ζαλισμένος άνθρωπος που τρέχει από δω κι από κει, [...], για να προλάβει να ξεμπλέξει ένα κουβάρι υποχρεώσεων που συνδέονται με τις ιδιότητες του ως επαγγελματία, ως γιου, ως φίλου και ως παλιού γνώριμου άλλων, εξίσου μπερδεμένων ανθρώπων;" (σελ. 267).Νομίζω πως ισχύει το δεύτερο, χωρίς να αναιρείται το πρώτο. Με άλλα λόγια η παραπάνω διάζευξη δεν είναι αποκλειστική, που πάει να πει ότι τα δύο ενδεχόμενα δεν είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα, που με τη σειρά του πάει να πει ότι μπορούν να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα. Και έτσι είναι. Ο χρόνος, και συγκεκριμένα η 20η Ιουνίου του 2014, η μέρα που μοιραζόμαστε από τη ζωή του Αντώνη, είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο στερεώνονται τα νήματα, για να κεντήσουν με κάθε λεπτομέρεια τον χαρακτήρα του φαινομενικά, τουλάχιστον, αναποφάσιστου τριανταπεντάχρονου ήρωα, που εκθέτει τις πιο μύχιες σκέψεις του από τα χαράματα της Παρασκευής, μέχρι το ξημέρωμα του Σαββάτου της 21ης Ιουνίου! Στο διάστημα αυτό καλείται να πάρει αποφάσεις για απλά πράγματα και για πολύπλοκα πράγματα. Για ζητήματα που λύνονται και για άλλα που παραμένουν άλυτα, επειδή πάνω τους βαραίνουν οι ζωές των ανθρώπων σμιλευμένες από τα μυριάδες λάθη που έχουν κάνει. Από τις λανθασμένες επιλογές που έκαναν ή δεν έκαναν και από τις αποφάσεις που πήραν ή δεν πήραν. Ή από τις αποφάσεις που έχουν πάρει άλλοι κι αυτοί τις ακολούθησαν. Όπως λέει ο Αντώνης:
"Ποιος μπορεί ποτέ να αποφασίσει οτιδήποτε ή να είναι σίγουρος για την απόφασή του, ποιος μπορεί να βάλει στην άκρη τις αντιρρήσεις που θα προβάλει ο στρατός των εναλλακτικών εαυτών του;" (σελ. 412)
Άδικο έχει; Όχι δεν έχει. Και μέσα στην παρατεταμένη και συνεχή του αβεβαιότητα ο Αντώνης εκφέρει όλες τις δυνατές εκδοχές μιας επιλογής, μιας πράξης και της παραπληρωματικής της, της μη πράξης δηλαδή, ταυτόχρονα. Ανατρέχει τη (σύντομη) ζωή του, που όμως του φαίνεται αιώνια Δεν παραλείπει να βρεθεί - λίγο πριν το ξημέρωμα του Σαββάτου - ανάμεσα σε εικοσάχρονους διαμαρτυρόμενους για έναν ράπερ, ονόματι Ανεπίδεκτο, ίσα ίσα για να δείξει πως τα δεκαπέντε χρόνια που τον χωρίζουν από την επόμενη γενιά έχουν δημιουργήσει ένα "χάσμα" και μόλο που νιώθει (ίσως και όχι) την ανάγκη να συμπαρασταθεί στους διαμαρτυρόμενους, κάνει μεταβολή και συνεχίζει τη ... μοναχική του πορεία.
Το βιβλίο είναι ένας ύμνος στη μοναξιά, στην αβεβαιότητα, στην ανθρωπιά και στη δοτικότητα. Επειδή ο Αντώνης, όσο αβέβαιος και αν είναι για κάθε τι το "ανθρώπινο", όπως είναι οι επιλογές, οι σχέσεις οι επαγγελματικές, οι συντροφικές, οι φιλικές, αλλά και οι φόβοι, οι αγωνίες, οι ίδιες οι ζωές, εν κατακλείδι, έχει τα σταθερά του σημεία. Μάλλον έχει τουλάχιστον ένα σταθερό σημείο, όπως την επιγραφή έξω από τα Δικαστήρια, όπου γενικώς δεν έχει σήμα, κι αυτή υψώνεται δίπλα στους κάδους απορριμμάτων, υποδεικνύοντας το σημείο όπου έχει σήμα, γράφοντας: ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ.
Πού είναι το σωστό σημείο; Σημείο στο χώρο; Σημείο στο χρόνο; Σημείο στη ζωή; Μέγιστο; Ελάχιστο; Στάσιμο; Κρίσιμο; Σημείο καμπής; Ή μήπως "σημείο αμφιβολίας", όπως λέει ο φίλος μου ο Δ., εννοώντας τα σημεία της διαδρομής όπου η πυκνή βλάστηση ή ένας ψηλός φράχτης διακόπτει την πορεία του. "Ο δορυφόρος εδώ, κανονικά, δείχνει μονοπάτι"... Κι όμως. Ο πανδαμάτωρ... Όλα τα αλλάζει. Τη φύση, τους ανθρώπους, τις ιδέες και, σίγουρα, τα δεδομένα. Γι' αυτό τα δεδομένα, οι ενδείξεις, οι πληροφορίες, συχνά διαψεύδονται στην πράξη, πιο εύκολα από ό,τι οι επιθυμίες και τα συναισθήματα. Ή μάλλον προηγείται η δική τους διάψευση από τη διάψευση των επιθυμιών και των συναισθημάτων. Σ' αυτό ακριβώς το σημείο, μπροστά στη (μικρή ή μεγάλη) διάψευση, είναι που πρέπει να σκεφτούμε γρήγορα και να πάρουμε αποφάσεις. Στο βουνό αυτό γίνεται. Αποφασίζουμε την πορεία που θα ακολουθήσουμε και την ακολουθούμε. Ενδεχομένως, στο τέλος να έχουμε κάποιες μικροεκδορές ή και κάπως μεγαλύτερες, να ματώσουμε και λίγο, αλλά γίνεται. Και στις ελάχιστες φορές που δεν γίνεται καλείς βοήθεια. Κι αν δεν έρθει κανείς, τότε μπορεί και να πεθάνεις αβοήθητος.
Αλλά στη ζωή τι γίνεται; Είναι βουνό η ζωή; Έχει ανηφόρα, κατηφόρα, ευθεία; Ή μήπως είναι ένα ... βουνό από αποφάσεις που πρέπει να πάρουμε; Για τον Αντώνη μοιάζει σαν τέτοιο. Κι αυτό τον καθιστά πολύ ανθρώπινο, εν τελεί, πολύ πειστικό, πολύ αποδεκτό, πολύ ... αντι-ήρωα!
"[...] η λήψη αποφάσεων δεν είναι το δυνατό μου σημείο και είμαι πολύ καλύτερος στο να περιμένω απλά να μου συμβούν οι αποφάσεις των άλλων" (σελ 265).
Ακούγεται ίσως μοιρολατρικό, αλλά κυρίως είναι θέμα επίγνωσης της κατάστασης, επίγνωσης της ίδιας της ζωής ενός ανθρώπου, που εκτός από τον εαυτό του έχει να αποφασίζει για τους γονείς, για τον αδερφό, για τη δουλειά, για τη μοναξιά...
Άλλωστε, η "μη λήψη απόφασης" είναι κι αυτή μια απόφαση, ειδικά όταν ένα ζήτημα είναι διαχρονικό, μεγάλο και αφορά περισσότερους από έναν ανθρώπους (υπάρχει ζήτημα που να μην αφορά περισσότερους από έναν, άραγε;)!
Επομένως, η μη λήψη απόφασης μπορεί σε βάθος χρόνο να φανεί σοφότερη κι από την πιο σοφή απόφαση.
Δεν είμαι τριανταπέντε, εδώ και είκοσι δύο χρόνια (προς το παρόν τουλάχιστον, αφού το είκοσι δύο δεν θα παραμείνει σταθερό), δεν είμαι δικηγόρος και για πολλούς λόγους δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω, δεν ανήκω σ' αυτό που λέμε "χαμένη γενιά", εννοώντας τη γενιά του γιού μου, αλλά παρόλα αυτά με τον Αντώνη ταυτίστηκα, επειδή ο εσωτερικός του μονόλογος, η ενδόμυχη συνεχής αμφισβήτηση των επιλογών (των δικών του και των άλλων, ειδικά των γονιών του και των δύο πρώην συντρόφων του), η κριτική του ματιά και η αδυναμία του να πάρει με απόλυτη βεβαιότητα μια απόφαση είναι δείγμα σοβαρότητας και όχι το αντίθετο.
"Εκεί που ζούμε", λοιπόν...
Το ερώτημα είναι "πού ζούμε;". Πού ζούμε;
Μάλλον κάπου μεταξύ βεβαιότητας και αβεβαιότητας...