Ένα από τα δικαιώματα του αναγνώστη είναι να μην τελειώνει ένα βιβλίο, όταν δεν του αρέσει. Η ανάγνωση της Λογοτεχνίας δεν είναι ψυχαναγκαστική, είναι πρωτίστως ψυχαγωγική. Αυτό το πιστεύω ακράδαντα, γι' αυτό το τονίζω στα παιδιά που δανείζονται βιβλία. Ειδικά όταν τα παιδιά αυτά δεν είναι από τους φανατικούς επισκέπτες της Σχολικής Βιβλιοθήκης, αλλά έρχονται κυρίως με την ελπίδα πως μπορεί και να τους ανεβάσω λίγο το βαθμό στα Μαθηματικά... :) Δεν κατανοούν, βέβαια, πως αυτό που κερδίζει κάποιος, διαβάζοντας καλή Λογοτεχνία, ούτε αξιολογείται ούτε αντισταθμίζεται με μια δυο μονάδες στον έλεγχο.
Το θέμα όμως σήμερα δεν είναι τα παιδιά, αλλά η δική μου αναγνωστική συμπεριφορά.
Με τα χρόνια κατάλαβα πως για να πω αν μου αρέσει ένα βιβλίο πρέπει πρώτα να ολοκληρώσω την ανάγνωση. Υπάρχουν φυσικά τα βιβλία εκείνα που μου αρέσουν πολύ από την πρώτη στιγμή και καθόλη τη διάρκεια της ανάγνωσης η απόλαυση παραμένει η ίδια. Είναι αυτά που διαβάζοντάς τα παρακαλώ να μην τελειώσουν, ειδικά όταν βρίσκομαι στις στιγμές της κοφύφωσης. Υπάρχουν και τα άλλα βιβλία, εκείνα που για λίγο φαίνεται να μου αρέσουν, μετά χάνουν τη γοητεία τους είτε επειδή είναι προβλέψιμα, είτε επειδή πλατειάζουν, είτε επειδή δεν είναι πειστικά. Σήμερα διάβασα ένα τέτοιο. "Το μάτι", του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, στην πολύ καλή μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Το μικρό μυθιστόρημα του μεγάλου Ναμπόκοφ έχει ως ήρωα ένα νεαρό Ρώσο εμιγκρέ, στο Βερολίνο, ο οποίος καταφέρνει να βρει δουλειά, ως παιδαγωγός -αν και δεν έχει ιδέα από παιδαγωγική- στο σπίτι μιας οικογένειας ομοεθνών. Ξεκινά τόσο ωραία η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του νεαρού Ρώσου, που κυριολεκτικά με απορρόφησε, μέχρι που μετά από λίγες σελίδες το μπλέξιμο της πραγματικότητας με την "ενύπνια" δραστηριότητα του νεαρού, διαδέχονται η μια την άλλη με ασαφή όρια και διφορούμενη ερμηνεία. Πότε είναι ξύπνιος, πότε ονειρεύεται; Πότε έχει τα μάτια ανοιχτά, πότε κοιμάται; Πότε κατασκοπεύει τους άλλους, πότε τον εαυτό του; Με κούρασε η ασάφεια, όχι γιατί ήταν όντως κουραστική, όσο γιατί ήταν λάθος μέρα σήμερα που αποφάσισα να διαβάσω το συγκεκριμένο βιβλίο. Μετά από ένα μεγάλο φαγοπότι, μετά από μια καθόλου ευκαταφρόνητη κρασοκατάνυξη, αναμφιβόλως, δεν ενδείκνυται ένας Ρώσος συγγραφέας, ακόμη κι αν είναι δυτικοτραφής, όπως ο Ναμπόκοφ...
Ωστόσο, άπαξ και το ξεκίνησα δεν το άφησα από το χέρι μου. Ο αφηγητής αναζητούσε τον Σμίροφ, Γκοσμπόντιν Σμίροφ, κι εγώ αναζητούσα τη δική μου αναγνωστική αντοχή, χωρίς να ενδίδω ούτε στη νύστα μου, ούτε στα βαριεστημάρα μου. Τα μάτια μου πήγαιναν να κλείσουν και το βιβλίο έγερνε επικίνδυνα προς το κεφάλι μου (διαβάζω πάντα ξαπλωμένη... :) ), καθώς όμως έστριβε ο καρπός μου κάτω από το βάρος του, εμφανιζόταν το μάτι με το επίμονο, βαθύ και επικριτικό βλέμμα του! Ξανάνοιγα τα μάτια και συνέχιζα την ανάγνωση...
Έτσι κύλησε το απομεσήμερο, μέχρι που κάποια στιγμή, μεταξύ εγρήγορσης και χαύνωσης, σαν μια αστραπιαία εσωτερική αναλαμπή, με κατέκλυσε αυτό που λέμε αναγνωστική απόλαυση! "Κατάλαβα τι γίνεται!", είπα μεγαλόφωνα."Κατάλαβα, ποιος είναι ποιος!".
Πράγματι, παρόλη την αποχαύνωσή μου, η αφήγηση του Σμίροφ άρχισε να αποκτά μια διαφάνεια, όμοια με τα κρύσταλλα πάνω στα οποία αντανακλούσε ο ίδιος...
Ο ύπνος μου χάθηκε με μιας! Διάβασα τη συνέχεια με αδημονία, θέλοντας να δικαιωθώ μια ώρα αρχύτερα! Και δικαιώθηκα!
Το βιβλίο θα μπορούσε να λέγεται "το εγκώμιο του ετεροπροσδιορισμού"!
Δεν θέλω να πω την ιστορία, ούτε να μεταφέρω το κλίμα των Ρώσων εμιγκρέδων στο Βερολίνο του 1924-25, άλλωστε ούτε ο Ναμπόκοφ το ξετυλίγει εκτενώς. Το χρησιμοποιεί μόνο, ως καμβά πάνω στον οποίον ο Σμίροφ θα κινηθεί, θα προβεί σε απόπειρα αυτοκτονίας (κι αυτός όπως και ο Άντον Χοφμίλλερ, στο "Επικίνδυνος Οίκτος", του Zweig), θα ερωτευτεί, θα κυνηγήσει τον εαυτό του και θα τον βρει(;). Ωστόσο, μια αγωνία παραμένει μέχρι και την τελευταία στιγμή: πώς θα μας πείσει ότι είναι ευτυχισμένος; Πώς;
"Τι άλλο μπορώ να κάνω για να τ' αποδείξω; Τι άλλο μπορώ να κάνω; Πώς να το διακηρύξω πως είμαι ευτυχισμένος; Ω, να το φωνάξω, να το ουρλιάξω έτσι που να με πιστέψετε όλοι σας στο τέλος, όλοι εσείς οι σκληροί, όλοι εσείς οι αυτάρεσκοι..."
Κραυγάζει ο Σμίροφ γεμάτος από ευτυχία;
Όχι! Κραυγάζει από αγωνία για το πώς θα μας αποδείξει ότι είναι ευτυχισμένος!
Θαρρείς και η ευτυχία του ενός οφείλει να αποδειχθεί στους άλλους!
Κι εγώ, διαβάζοντας αυτές τις τελευταίες γραμμές του βιβλίου, θέλησα να φωνάξω:
Όχι! Κραυγάζει από αγωνία για το πώς θα μας αποδείξει ότι είναι ευτυχισμένος!
Θαρρείς και η ευτυχία του ενός οφείλει να αποδειχθεί στους άλλους!
Κι εγώ, διαβάζοντας αυτές τις τελευταίες γραμμές του βιβλίου, θέλησα να φωνάξω:
"Η ευτυχία, δεν χρήζει αποδείξεων! Η ευτυχία είναι αυταπόδεικτη!
Και ... αυτοπροσδιορίσιμη! Όπως και ο ίδιος ο εαυτός, όταν είναι αληθινός!"
Αληθώς...
Αληθώς...