Ματιές και Τόποι: «Από την Τύνιδα στο Καϊρουάν»
“…στην Ανατολή μένει κανείς αδιάκοπα έκπληκτος με το χώρο που παραχωρούν στους νεκρούς σ’ αυτόν τον κόσμο. Συναντάμε παντού αμέτρητα τεράστια νεκροταφεία. Οι τάφοι στην πόλη του Καΐρου κατέχουν περισσότερο χώρο από όσο τα σπίτια. Σ’ εμάς αντίθετα η γη κοστίζει ακριβά και οι νεκροί δεν αξίζουν πια τίποτε. Τους στοιβάζουμε, τους στριμώχνουμε τον έναν δίπλα στον άλλο, τον ένα πάνω στον άλλο, σε μια γωνίτσα έξω από την πόλη, στα προάστια, μέσα σε τέσσερις τοίχους. Οι μαρμάρινες πλάκες και οι ξύλινοι σταυροί καλύπτουν γενιές θαμμένες εκεί, εδώ και αιώνες. Στην είσοδο των πόλεων ένα λίπασμα από νεκρούς. Τους προσφέρουμε μόνο όσο χρόνο χρειάζονται για να χάσουν τη μορφή τους μέσα στη γη, την οποία έχει ήδη λιπάνει η προηγούμενη ανθρώπινη σήψη, το χρόνο που χρειάζεται να αναμιχθεί η σάρκα που αποσυντίθεται με το νεκρικό χώμα. Έπειτα, καθώς καταφτάνουν ασταμάτητα καινούριοι και καλλιεργούμε τα γειτονικά χωράφια με λαχανικά για τους ζωντανούς, σκάβουμε με τις αξίνες το ανθρωποφάγο αυτό έδαφος και ξεχώνουμε τα κόκαλα που συναντάμε, κεφάλια, χέρια, πόδια, πλευρά, αρσενικά, θηλυκά, παιδικά, που έχουν ξεχαστεί κι έχουν μπερδευτεί μεταξύ τους. Τα πετάμε ανάκατα σε ένα λάκκο και προσφέρουμε στους καινούριους νεκρούς, σ’ αυτούς που ακόμη θυμόμαστε το όνομά τους, το χώρο που κλέψαμε από τους άλλους που κανείς δεν γνωρίζει πια, αυτούς που ξανακέρδισε το μηδέν, επειδή στις πολιτισμένες κοινωνίες πρέπει κανείς να είναι οικονόμος.»
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Γκυ ντε Μωπασάν, «Από την Τύνιδα στο Καϊρουάν», από τη σειρά «ΜΑΤΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΙ», των εκδόσεων Καστανιώτη, σε μετάφραση Αλεξάνδρας Σκλαβούνου, που κυκλοφόρησε το 1997.
Το βιβλίο έπεσε τυχαία στα χέρια μου χθες το πρωί, όταν επισκέφτηκα τη Δημοτική Βιβλιοθήκη «Ευγενία Κλειδαρά», αναζητώντας ένα σύντομο και τερπνό μυθιστόρημα για το καυτό Σαββατοκύριακο. Δανείστηκα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, τον Γητευτή, που περιμένει ακόμη να το ανοίξω, καθώς η γλαφυρή περιγραφή του Μωπασάν με έχει καθηλώσει. Το ταξίδι από την Τύνιδα στο Καϊρουάν που περιγράφεται στις 152 σελίδες του μικρού αυτού οδοιπορικού, προέκυψε όταν τον συγγραφέα κατέκλυσε μια αίσθηση ματαιότητας, καθώς καθόταν στο παράθυρο του σπιτιού του στο Παρίσι και παρατηρούσε την οικογένεια των απέναντι που έμεναν στο ίδιο σπίτι επί δεκαοκτώ χρόνια. Θλιβεροί, μονότονοι, σχεδόν νεκροί, επαναλαμβανόμενοι. «Βλάκες», λέει ο Μωπασάν.
«Τόσο σύντομη, τόσο μακρόχρονη η ζωή, είναι φορές που γίνεται ανυπόφορη. Ξεδιπλώνεται, η ίδια πάντοτε, με το θάνατο να παραμονεύει στο τέρμα. Δεν μπορούμε μήτε να τη σταματήσουμε, μήτε να την αλλάξουμε, δεν μπορούμε καν να την καταλάβουμε. Και συχνά μπροστά στην αδυναμία της προσπάθειάς μας, μια οργισμένη εξανάσταστη μας κυριεύει. Ό,τι κι αν κάνουμε, ό,τι κι αν σκεφτόμαστε, ό,τι κι αν επιχειρήσουμε, θα πεθάνουμε…»
Με αυτά τα λόγια ξεκινά το βιβλίο του ο Γκυ ντε Μωπασάν που γεννήθηκε στο Παρίσι το 1850 και συναναστράφηκε όλα τα μεγάλα πνεύματα της εποχής του. Το μεγάλο έργο που άφησε πίσω του τον καταξίωσε στην ιστορία της Λογοτεχνίας.
Στο βιβλίο που διαβάζω, σε όλο το πρώτο κεφάλαιο ο Μωπασάν παραθέτει το κίνητρο του για το ταξίδι στη Βόρεια Αφρική. Από το δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Από το Αλγέρι στην Τύνιδα», κι ύστερα αρκείται στην περιγραφή των τόπων και των ανθρώπων, δίνοντας αναλυτικές πληροφορίες για τους Άραβες και τις συνήθειές τους, όπως τις παρατηρεί μετακινούμενος με δυσκολία στην όχι και τόσο φιλόξενη περιοχή.
Συχνά πυκνά συγκρίνει, όπως και στο απόσπασμα που έχω παραθέσει στην αρχή, τη διαφορά Ευρωπαίων και Αράβων και ενίοτε τάσσεται υπέρ των δεύτερων.
Το όλο ανάγνωσμα, αν συνδυαστεί μάλιστα με το κεφάλαιο «Η Αλγερινή Επανάσταση» από το βιβλίο «Επαναστατικά και Απελευθερωτικά Κινήματα» του αείμνηστου Βασίλη Ραφαηλίδη, από τις εκδόσεις του «Εικοστού Πρώτου», δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που παραμένουν στο κεφάλι μου ανοιχτά, καθώς προσπαθώ να καταλάβω, έστω και λίγο, ποιες μακρόχρονες παραδόσεις διαμορφώνουν τη στάση και τη συμπεριφορά των αραβόφωνων φίλων και αγαπημένων μαθητών μου.
Τώρα, βέβαια, θα μπορούσε να μου πει κανείς πως είναι λάθος μια οποιαδήποτε γενίκευση και θα συμφωνήσω. Επίσης, θα μπορούσε να μου πει πως δεν απαντά σε όλα τα ερωτήματα μια τέτοιου τύπου, ας την πω, ιστορική διερεύνηση. Σωστό κι αυτό.
Από την άλλη όμως, πώς θα μπορέσω να κατανοήσω τα ζητήματα που έχουν παρεισφρήσει στην καθημερινότητά μου και απασχολούν επισταμένως τη σκέψη μου;
Νέοι τόποι, νέοι ορίζοντες, νέοι άνθρωποι και μια περίεργη ώθηση κατανόησης του ξένου, του μακρινού, που είναι δίπλα μου και, ενώ σταδιακά γίνεται οικείο, διατηρεί άσβεστη τη μυστηριακή του προέλευση. Πρόκειται για ένα ταξίδι «αναζήτησης».
Άλλωστε, όπως λέει ο Μωπασάν:
«Το ταξίδι είναι σαν μια διέξοδος, για να βγούμε από τη γνωστή πραγματικότητα και να περάσουμε σε μια ανεξερεύνητη πραγματικότητα που μοιάζει με όνειρο.»
(Το ταξίδι που κάνουμε από επιλογή, προφανώς εννοεί…)
Κι εγώ, σχεδόν έναν χρόνο τώρα, ταξιδεύω κι αγγίζω την ανεξερεύνητη πραγματικότητα… Μια από όλες τις πραγματικότητες που ανοίγονται γύρω μου.
Και η περιέργειά μου με ωθεί, ολοένα με ωθεί, να μάθω το «γιατί;».
Αυτό το πνιγμένο σε δάκρυα που δεν κύλησαν «γιατί;», αυτό που μένει μετέωρο στο υγρό, σκούρο μα και τόσο φωτεινό συνάμα, βλέμμα των Αράβων μαθητών μου…
Στην Ανατολή μένει κανείς αδιάκοπα έκπληκτος…
Και στη Δύση, επίσης!
Στη Δύση, αυτήν την πολιτισμένη κοινωνία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου