Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

Μια υπόσχεση που δεν μπόρεσα να κρατήσω...


           
Διαβαίνοντας τη μπουκαπόρτα του πλοίου την Τρίτη το απομεσήμερο, ένιωθα στο πετσί μου, σαν προστατευτικό επίστρωμα, τις σκέψεις και τις ευχές αγαπημένων. «Να προσέχεις!», «Να το χαρείς!», «Να έχεις μια όμορφη και δημιουργική σχολική χρονιά!». «Η Λέσβος έχει πολύ καλή κουζίνα, να προσέχεις τα κιλά σου…». «Σε ζηλεύω…». «Πολύ θα ήθελα να ήμουν στη θέση σου!». «Είσαι πολύ τυχερή…»

         Είναι η δεύτερη χρονιά που, από επιλογή, φορτώνω το αυτοκίνητο με τα υπάρχοντά μου και φτάνω οδηγώντας στην Καβάλα κι από κει, με το πλοίο της γραμμής, στο νησί. Τα πλοία της γραμμής είναι σαν τους ανθρώπους. Απέξω λίγο πολύ όλα μοιάζουν. Κι όπως ανοίγουν οι άνθρωποι τα χέρια, άλλοι κυριολεκτικά κι άλλοι – οι πιο άτολμοι – στη φαντασία τους μονάχα, για να σε κλείσουν στην αγκαλιά τους κι από τη μια στιγμή στην άλλη να σε κάνουν άλλον άνθρωπο, οικείο, φίλο, αγαπημένο, εραστή, συνεργάτη, συνένοχο, έτσι ανοίγουν και τα πλοία τη μπουκαπόρτα τους κι από τη μια στιγμή στην άλλη σε κάνουν άλλον άνθρωπο. Σε κάνουν ταξιδιώτη, περιηγητή, αναζητητή ενός καινούριου κόσμου, ενός άλλου εαυτού. Κι όπως οι άνθρωποι έτσι και τα πλοία. Άλλα έχουν όμορφα σαλόνια, καθαρά, σε φιλοξενούν με φινέτσα κι ευγένεια και σου παρέχουν μιαν αίσθηση γαλήνης και οικειότητας όσο κρατάει το ταξίδι κι άλλα, πάλι, κακοφτιαγμένα και βρώμικα, με άβολα καθίσματα και θολά φινιστρίνια δεν σου αφήνουν περιθώρια να χαρείς τη θάλασσα και να μοιραστείς μαζί της την ελπίδα που η αέναη κίνησή της αποπνέει. Με ένα τέτοιο αφιλόξενο καράβι ήρθα την Τρίτη στο νησί. Κι ενώ είχα υποσχεθεί στην Κ., αλλά κυρίως στον εαυτό μου, πως εν πλω θα αφήσω τη σκέψη μου να αρμενίσει στον κυκεώνα των πώς και των γιατί που απασχολούν τις γυναίκες της ηλικίας μας και της «κοινωνικής μας τάξης» (αν υπάρχει τέτοια), δεν τήρησα το λόγο μου. Ίσως γιατί, όταν το ξανασκέφτηκα, με μεγαλύτερη σύνεση -όπως κάθε δεύτερη σκέψη στερούμενη της παρόρμησης που έχει η πρώτη- κατάλαβα πως δεν είναι δυνατόν να σκεφτώ για λογαριασμό άλλων γυναικών, ακόμη κι αν ταυτίζομαι σε πολλά μαζί τους. Η κάθε σκέψη που κάνω αφορά εμένα αποκλειστικά. Πηγάζει από τη λογική που διαθέτω, (ή απ’ αυτήν που στερούμαι), και από τα συναισθήματα που με κατακλύζουν. Το απειροσύνολο των αντιπαραθέσεων, των μαχών και των … φιλικών διακανονισμών μεταξύ της λογικής και των συναισθημάτων μου είναι που με ωθεί στην Α, στη Β, στη Γ επιλογή. Μερικές φορές η διαδικασία συντελείται ερήμην μου, με πιάνει στον ύπνο ή με αρπάζει από τα μαλλιά, ειδικά τις φορές που κινδυνεύω να πνιγώ σε μια παρανόηση. Φαντάζομαι πως το ίδιο ισχύει για όλους τους ανθρώπους. Άλλοι λίγο άλλοι πολύ παλεύουμε με τα θέλω και τα πρέπει μας,  έχοντας μερικώς  ή ολικώς συνείδηση της αδυναμίας μας κι επίγνωση της δύναμής μας, ανεξάρτητα από το πολιτιστικό, το κοινωνικό ή το φυλετικό μας υπόβαθρο. Οι διαφορές μας δεν απορρέουν από αυτά, απορρέουν από το θάρρος, που μας διακρίνει. Μάλιστα. Απαιτείται θάρρος, πολύ θάρρος, να τα βάζει κάποιος με τον εαυτό του, να του πηγαίνει κόντρα, να τον βγάζει από την ασφάλεια, να τον αναγκάζει να βαδίσει καινούριους άγνωστους δρόμους, να τον φέρνει αντιμέτωπο με τους δράκους του, να τον συμφιλιώνει με τη μοναξιά του… Αυτό είναι που μας διαφοροποιεί: το θάρρος.  


        Ελλείψει θάρρους κι εγώ απέφυγα να κάνω σκέψεις σαν τις παραπάνω, εν πλω.  Προτίμησα να διαβάσω το βιβλίο του Σύριου συγγραφέα Χάλιντ Χαλίφα, «Ο θάνατος είναι ζόρικη δουλειά», που είχα αγοράσει μια μέρα πριν φύγω απ’ τη Θεσσαλονίκη, με σκοπό να το διαβάσω στο ταξίδι. Δεν είχα ξαναδιαβάσει Χαλίφα, αν και θα έπρεπε να το είχα κάνει νωρίτερα, καθώς η σύντομη, αλλά ουσιαστική, φιλία μου με τον K., το νεαρό Σύριο μαθητή μου, μου είχε κινήσει ένα γνήσιο ενδιαφέρον για τις εμπειρίες που είχε πριν εγκαταλείψει τη χώρα του, για να περάσει στην Τουρκία κι από κει με βάρκα, ακολουθώντας ένα αστέρι πάνω από το Αιγαίο που δεν ήξερε ούτε το όνομά του, να καταλήξει στην Ελλάδα. Ο Κ., ένας ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους, άφησε πίσω του οικογένεια, όνειρα, όνομα, απόγνωση κι ήρθε σε μια νέα, άγνωστη, ήπειρο να στήσει μια ζωή απ’ την αρχή, να βρει στον ήλιο τη δική του μοίρα… Το βιβλίο του Χαλίφα, αν και μυθιστόρημα, ένιωσα ότι βοήθησε να καταλάβω κάπως την ιδιαίτερη συμπεριφορά και την εσωστρέφεια του, καθόλα ευγενικού και αξιαγάπητου, Σύριου φίλου μου Κ.. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα και σύντομα θα γράψω γι’ αυτό. Αλλά σήμερα το θέμα μου δεν είναι το βιβλίο του Χαλίφα, ούτε ο Κ., αλλά η υπόσχεση που έδωσα στην αγαπημένη Κ. να της γράψω ένα γράμμα και να της εξηγήσω... Μια υπόσχεση που, μάλλον απουσία θάρρους, τώρα δεν θα την τηρήσω! 

Αλλά, ποιος ξέρει; Ίσως στο μέλλον, σ’ ένα καράβι ιδανικό με πιο ξεκάθαρο μυαλό, να ξαναπροσπαθήσω!

 

        Μέχρι τότε εύχομαι να είμαστε καλά, απαλλαγμένοι από … ιό!

2 σχόλια:

  1. Καλημέρα!

    Τα πλοία μου μοιάζουν με πλατείες της θάλασσας. ΄Ανθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους σουλατσάρουν πάνω κάτω, άλλοι κοιτούν επίμονα, άλλοι αγναντεύουν μακρυά, γελούν , σκέφτονται, καπνίζουν, τρώνε...
    Ανοίγουν συζητήσεις με ξένους ή τους δικούς τους.
    Και όλοι έχουν τον ίδιο προορισμό. Να φτάσουν σπίτι τους ή σ΄αυτό που λένε σπίτι τους.

    Καλή Σχολική Χρονιά Κατερίνα, με υγεία.
    Κωνσταντάρας Γιώργος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ ωραία η εικόνα που περιγράφεις, Γιώργο!

    Καλή σχολική χρονιά, με υγεία, σε όλους μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή