"Η κατασκευή του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ άρχισε τον Μάρτιο του 1930, στην τοποθεσία του παλιού Ξενοδοχείου Γουόλτντορφ-Αστόρια, στο 350 της Πέμπτης Λεωφόρου στην Τριακοστή τέταρτη Οδό. Ολοκληρώθηκε σε ένα χρόνο και σαράντα πέντε μέρες αργότερα - εφτά εκατομμύρια εργατοώρες, μαζί με τις Κυρικές και τις αργίες. Τα πάντα στο κτίριο ήταν σχεδιασμένα ώστε να επισπεύσουν την κατακασκευή του - προκατασκευασμένα υλικά χρησιμοποιήθηκαν όπου ήταν δυνατόν- και σαν αποτέλεσμα, η κατασκευή προχώρησε με ένα ρυθμό περίπου τεσσεράμισι ορόφων την βδομάδα. Ολόκληρος ο σκελετός φτιάχτηκε σε λιγότερο από μισό χρόνο..."
"Το αρχικό σχέδιο, που εκπονήθηκε από το αρχιτεκτονικό γραφείο των Σριβ, Λαμ και Χάρμον, περιλάμβανε ογδόντα έξι ορόφους..."
Ο εννιάχρονος Όσκαρ Σελ, παρακολουθεί προσεκτικά την ξεναγό ή μάλλον προσπαθεί να την παρακολουθήσει προσεκτικά, επειδή, όπως ο ίδιος μας λέει, χρειάζεται όλη του την αυτοσυγκέντρωση για να φανεί γενναίος κι αυτό εντέλει του αποσπά την προσοχή. Ο μικρός έχει ξεπεράσει τον εαυτό του, κι έχει ανέβει στο Εμπάιρ Στέιτ Μπιλντινγκ σε μια απόπειρα να ανακαλύψει τι μπορεί να κρύβει το κλειδί που βρήκε στο μπλε βάζο, μέσα στην ντουλάπα του πατέρα του, αμέσως μετά τη Χειρότερη Μέρα. Οι φόβοι του είναι πολλοί και δικαιολογημένοι, παρόλα αυτά η επιθυμία του να συνεχίσει την αναζήτηση, για όσο περισσότερο αυτή κρατήσει, τον ωθούν να σκαρφαλώσει, μαζί με τον εκατόχρονο κο Μπλακ, στο ψηλότερο σημείο του ουρανοξύστη, από όπου ο ίδιος μας λέει:
Όταν άνοιξαν οι πόρτες του ασανσέρ, βγήκαμε στο παρατηρητήριο. Δεν ξέραμε σε ποιον να απευθυνθούμε κι έτσι απλώς κοιτάξαμε γύρω μας για πολλή ώρα. Παρόλο που ήξερα ότι η θέα ήταν απίστευτα όμορφη,, το μυαλό μου άρχισε τις αταξίες κι όλη την ώρα φανταζόμουν ένα αεροπλάνο να συντρίβεται στο κτίριο, ακριβώς από κάτω μας. Δεν το ήθελα, αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω. Φαντάστηκα το τελευταίο δευτερόλεπτο, όταν θα έβλεπα το πρόσωπο του πιλότου, που θα ήταν τρομοκράτης. Μας φαντάστηκα να κοιταζόμαστε στα μάτια όταν το ρύγχος του αεροπλάνου θα απείχε ένα χιλιοστό από το κτίριο.
Σε μισώ, θα του έλεγαν τα μάτια μου.
Σε μισώ, θα μου έλεγαν τα μάτια του.
Μετά θα γινόταν μια πελώρια έκρηξη και το κτίριο θα ταλαντευόταν, σαν να κόντευε να πέσει, το ήξερα γιατί το είχα διαβάσει. Μετά θα υπήρχε καπνός και άνθρωποι που θα ούρλιαζαν γύρω μου.
Διάβασα την περιγραφή κάποιου που είχε κατεβεί ογδόντα πέντε ορόφους με τα πόδια, δηλαδή περίπου δυό χιλιάδες σκαλιά, κι έλεγε ότι οι άνθρωποι ούρλιαζαν "Βοήθεια!" και "Δεν θέλω να πεθάνω!". Θα είχε τόση κάψα το δέρμα μου που θα άρχιζε να γεμίζει φουσκάλες. Θα ήταν τόσο ανακουφιστικό να ξεφύγεις απ' την κάψα, αλλά απ' την άλλη, αν χτυπούσα στο πεζοδρόμιο θα πέθαινα προφανώς. Τι θα διάλεγα; Θα πηδούσα ή θα καιγόμουν; Φαντάζομαι ότι θα πηδούσα, επειδή έτσι δεν θα ένιωθα πόνο. ...
Θυμήθηκα το κινητό μου.
Είχα ακόμη μερικά δευτερόλεπτα.
Ποιον θα έπαιρνα;
Τι θα έλεγα;
Σκέφτηκα όλα τα πράγματα που λέμε ο ένας στον άλλο και πως όλοι θα πεθάνουμε, είτε σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, είτε σε μερικές μέρες ή μήνες, είτε σε 76,5 χρόνια, άν έχεις μόλις γεννηθεί. Ό,τι γεννιέται πρέπει να πεθάνει, πράγμα που σημαίνει ότι οι ζωές μας είναι σαν ουρανοξύστες. Ο καπνός ανεβαίνει με διαφορετική ταχύτητα, μα έχουν όλοι τους πιάσει φωτιά κι είμαστε όλοι παγιδευμένοι.
Δυο πολύ μικρά αποσπάσματα από το απίστευτα δυνατό βιβλίο του τριανταδυάχρονου, εβραϊκής καταγωγής, νεοϋορκέζου, Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΔΥΝΑΤΑ & ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΚΟΝΤΑ, το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μελάνι μισό χρόνο πριν κι έχει, κατά πως φαίνεται από ένα γρήγορα σερφάρισμα στο διαδίκτυο, συγκλονίσει πολλούς αναγνώστες.
Ο Οσκαρ Σελ, εννέα μόλις χρόνων, είναι η μια συνιστώσα του δράματος. Ο μικρός την 11η του Σεπτέμβρη επιστρέφει από το σχολείο στο σπίτι, για να ακούσει στον τηλεφωνητή τα μηνύματα που αφήνει ο πατέρας του, προκειμένου να τους εφησυχάσει.
Η άλλη συνιστώσα είναι ο Τόμας Σελ, ο παππούς του Οσκαρ, ο οποίος αποτελεί ένα από τα πολλά φαντάσματα της "Επιχείρησης Αστραπόβροντο", όπως αποκαλείται ο βομβαρδισμός της Δρέσδης από τους συμμάχους, στις 13 και 14 Φλεβάρη του 1945. Ο πρόγονος του Όσκαρ, έχοντας χάσει σε μια νύχτα όλα του τα αγαπημένα πρόσωπα βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, χωρίς φωνή, ένα αποκαΐδι ζωής που παλεύει ανεπιτυχώς να ξεχάσει εκείνες τις ίδιες μνήμες, τα πρόσωπα, τα συναισθήματα, τα όνειρα, που τον κράτησαν στη ζωή, τη νύχτα του αφανισμού. Εγκαταλείπει τη Νέα Υόρκη, λίγο πριν γεννηθεί ο πατέρας του Όσκαρ κι επιστρέφει τη μέρα που το Παγκόσμιο Εμπορικό Κέντρο γίνεται ο τάφος χιλιάδων νεοϋορκέζων, μεταξύ των οποίων είναι κι ο γιός του, ο πατέρας του Όσκαρ.
Το βιβλίο υποτίθεται πως είναι το ημερολόγιο που κρατάει ο μικρός Όσκαρ κατά την αναζήτηση της κλειδαριάς, η οποία ανοίγει με το μικρό κλειδί που βρήκε στη ντουλάπα του πατέρα του, μέσα σε ένα φάκελλο με το όνομα Μπλακ. Το κλειδί, ο φάκελλος, η αναζήτηση είναι το πρόσχημα για να κρατήσει τον πατέρα του όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά του, εξαιρετικά κοντά του.. Είναι μια εναγώνια κι απέλπιδα συνάμα προσπάθεια να κρατήσει δυνατά όλα τα συναισθήματα. Θέλει να μάθει αν ο πατέρας του κάηκε, αν πήδηξε ή αν καταπλακώθηκε στα συντρίμια του ουρανοξύστη, πιστεύοντας πως αν μάθει θα μπορέσει να εξιλεωθεί.
Εμβόλημα στο ημερολόγιο του μικρού Όσκαρ, είναι τα γράμματα που ο παππούς Τόμας Σελ, γράφει όλα αυτά τα χρόνια της απουσίας του προσπαθώντας να εξηγήσει στον γιο του τι και γιατί, χωρίς όμως να τα στέλνει ποτέ στον γιο που δε γνώρισε. Τον εγκατέλειψε λίγο πριν γεννηθεί από φόβο μήπως ζήσει ξανά την απώλεια κάποιου που αγαπά. Αυτός ο φόβος, που εμφυτεύτηκε μέσα του εκείνη τη μακρινή χειμωνιάτικη νύχτα στη Δρέσδη, είναι ο καθοριστικός παράγοντας της ύπαρξής του ή μάλλον της ανυπαρξίας του. Την ίδια ανυπαρξία με τον παππού του επιδιώκει και ο μικρός εγγονός με τον δικό του διαφορετικό τρόπο, τους δικούς του φόβους, αλλά με κοινή βάση το ΓΙΑΤΙ.
Υπάρχει απάντηση; Τόσα εγκλήματα, εγκλήματα πολέμου, οικονομικά εγκλήματα, εγκλήματα σε βάρος του ανθρώπου.
ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΤΚΕΣ. Γιατί;
Θα ήταν, ίσως, αφελείς οι ερωτήσεις αν γίνονταν από ενήλικα.
Μάλλον γι' αυτό ο Φόερ αναθέτει σε ένα - ιδιόρρυθμο - παιδί, στον Όσκαρ Σελ, να περιγράψει, να φανταστεί, να αναζητήσει απαντήσεις γι' αυτά τα οποία εμείς οι μεγάλοι, τόσο φριχτά, έχουμε μάθει να αποδεχόμαστε.
Ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ!! (και δεν είναι λίγα)
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, συμφωνώ μαζί σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι δεν είναι από τα καλύτερα μόνο επειδή χρονικά βρισκόμαστε κοντά στα ιστορικά γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο, κι άρα το συναισθηματικό υπόβαθρο βοηθάει, αλλά κυρίως επειδή ο Φόερ επινόησε τόσα καινούρια αφηγηματικά σχήματα που είναι εξίσου συγκλονιστικά με όσα περιγράφει.
Προσωπικά το αγόρασα επειδή το είχε ο βιβλιοπώλης μου πάνω στο τραπέζι κι όταν το πήρα να το δω μου είπε: "Ρίξε μια ματιά και πες μου σε ποιο είδος θα το κατέτασσες! Δεν ξέρω σε ποιο ράφι να το βάλω!".
Ναι, ο Φόερ εισάγει ένα νέο είδος λογοτεχνίας, τολμηρής και ασυμβίβαστης, χωρίς φορμές και χωρίς κανόνες..
Να είσαστε καλά