Θυμήθηκα πάλι την εργασία μου με τον Καραθεοδωρή. Με βασάνιζε πολύ καιρό η στάση του: Ήταν Μάρτιος του 1933. Ο Αϊνστάιν είχε κάνει δηλώσεις στην Αμερική για την έλλειψη πολιτικής ελευθερίας στη Γερμανία. Οι αρχές του Καντ και του Γκαίτε, έλεγε, έπαψαν να τιμώνται πια στη δημόσια ζωή της χώρας. Το πρωσικό Υπουργείο Παιδείας απαίτησε από την Ακαδημία να καταδικάσει τις δηλώσεις του. Ο γραμματέας της, Ερνστ Χάιμαν, τον κατηγόρησε ότι υποδαυλίζει το μίσος στη Γαλλία και την Αμερική. Ο Μαξ Πλανκ τον προέτρεψε να φύγει από την Ακαδημία. Η κατάληξη όλων αυτών ήταν να τον διαγράψουν από τα μητρώα τους η πρωσική και η βαυαρική Ακαδημία.
"Αν λύσετε όμως το πρόβλημα των κλειστών γραμμών του χρόνου, θα σταθώ μπροστά σας, με σταυρωμένα από ευσέβεια τα χέρια..." έγραφε ο Αϊνστάιν σε επιστολή του προς τον μεγάλο έλληνα μαθηματικό το 1916. Κι ο Καραθεοδωρή, που ήταν μέλος και των δυο ακαδημιών, τι είπε για τον συνεργάτη του, όταν εκείνες αποφάσισαν τη διαγραφή του; Στην πρωσική, μάλιστα, ο Αϊνστάιν ήταν μεταξύ εκείνων που εισηγήθηκαν να γίνει μέλος της. Δεν είπε λέξη. Γιατί σιωπούν οι άνθρωποι όταν δεν πρέπει; Όλα τα καθεστώτα, όλες οι αδικίες στηρίζονται στη δική του σιωπή. Θέλω όμως να είμαι δίκαιος. Στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν παρασύρθηκε από την εθνικιστική υστερία των διανοουμένων που υπέγραφαν διακηρύξεις υπέρ του πολέμου και της Γερμανίας. Όμως στη δεκαετία του '30 δεν είπε τίποτε εναντίον των ναζί. Δεν υπερασπίστηκε τους εβραϊκής καταγωγής συναδέλφους του. Εκπροσώπησε τη Γερμανία στη Διεθνή Διάσκεψη Μαθηματικών της Ρώμης κατά τη διάρκεια του πολέμου. [...].
Παρ' όλα αυτά, ήθελα να ξέρω. Τι σκεφτόταν ο Καραθοδωρή τη μέρα που οι Γερμανοί εισέβαλαν στην πατρίδα του; Η συγγενής του Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτόνησε την ίδια μέρα. Κάποιοι φίλοι του στην Αθήνα πέρασαν στην Αντίσταση. Δεν έκανε καμία δήλωση από το Μόναχο. Δεν άφησε κανένα γραπτό.
Τι είναι πατρίδα; Θυμήθηκα πάλι την ερώτηση που έκανα στον Ερρέρα. Πλάι στην πατρίδα των προγόνων του είχε χτίσει μιαν άλλη. Στο Μπιρκενάου τραγουδούσε Βαμβακάρη. [...].
Σκέφτομαι τους Εβραίους και τους Οθωμανούς που είναι ακόμη θαμμένοι κάτω από το χώμα. Εκείνους που έφυγαν με την κρυφή νοσταλγία να την ξαναδούν κάποτε. Τους χιλιάδες έλληνες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν (στη Θεσσαλονίκη) και την αγάπησαν. Ακόμα και τους Ρωμαίους που σκοτώθηκαν στο Ιπποδρόμιο. Τους νέους μετανάστες από την Αλβανία, τη Μολδαβία και το Ιράκ. Οι τροχιές όλων διασταυρώνονται σε τούτη την ωραία αμφιθεατρική σκηνή με θέα τη θάλασσα. Έρχονται από άλλους τόπους και, χωρίς να το καταλάβουν, αγαπούν τους δρόμους, αλλάζουν τον καφέ που πίνουν, τις καθημερινές τους συνήθειες. Πάνω στην παλιά γλώσσα, πάνω στην Καστίλη, πάνω στο Saint Clair sur l' Elle γράφονται ανεπαίσθητα καινούργιες γλώσσες, καινούργιοι δρόμοι, καινούργιες αγάπες. Συνυπάρχουν όλα σε ομόκεντρους κύκλους, έτσι που στο τέλος να μην ξέρεις τι είναι πατρίδα. Οι πέτρες ή τα αισθήματα; Οι πέτρες αυτής της πόλης (της Θεσσαλονίκης) άλλαζαν χρώματα. Μήπως πατρίδα είναι ό,τι αγαπάμε; Δυστυχώς, οι νεκροί δεν μπορούν να μας το πουν. Όμως οι βροχές που φέρνει ο Βαρδάρης ξεπλένουν την πόλη. Ποτίζουν τα χώματα μέσα στα οποία χωνεύουν όλοι. Μαζί και το μελαγχολικό παρόν. Με τα ευρωπαϊκά ρούχα και την ανατολίτικη καρδιά. Την πόλη που αναζητά το πρόσωπό της στρέφοντας το βλέμμα εναλλάξ στα δυο σημεία του ορίζοντα. Αναποφάσιστη να επιλέξει το πρότυπό της και να συγχρονίσει τα ρολόγια.
Τι αγαπούσε ο Καραθεοδωρή; Τα μαθηματικά! Έμεινε ως το τέλος του πιστός στην πατρίδα του Γκαλουά, του Νεύτωνα και του Πυθαγόρα.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Διαβάζω τις μέρες αυτές το βιβλίο του Μάκη Καραγιάννη, που είναι το θέμα συζήτησης στη συνάντηση της λέσχης ανάγνωσης, το μήνα Δεκέμβρη. Και διαβάζοντάς το διαπιστώνω ότι κάποια από τα ερωτήματα του Οδυσσέα Πανταζή αντηχούν στα αυτιά μου στη διάρκεια της μέρας με διάφορες αφορμές. Σήμερα το πρωί, για παράδειγμα, στο σχολείο είδα στο διάδρομο, έξω από το γραφείο του Διευθυντή, μια ντουζίνα δεκαπεντάχρονων κοριτσιών να κλαίνε, άλλα γοερά κι άλλα βουβά. Πλησίασα περισσότερο, για να μάθω τι συμβαίνει. Δυο τρυφερά νεανικά πρόσωπα στο κέντρο, με κατακόκκινα μάτια, να σου ραγίζουν την καρδιά, κι άλλα, τριγύρω τους, σε ομόκεντρους κύκλους, να κλαίνε κι αυτά. Μαθήτριές μου. "Τι πάθατε κορίτσια;", δεν πήγε το μυαλό μου. "Φεύγει η Ντιάνα, κυρία", μου ψιθύρισαν."Επιστρέφει στη Ρωσία, αύριο". Στη Ρωσία! Δεν είχα καταλάβει πως ... Επειδή τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, που μεγάλωσαν μαζί με τα ...δικά μας παιδιά, είναι δικά μας παιδιά..
Δεν πλησίασα περισσότερο. Πέρυσι, στο τέλος της χρονιάς, είχε φύγει η Ίλντα. Οι γονείς της περίμεναν να κλείσουν τα σχολεία. Με χαιρέτησε πέφτοντας στην αγκαλιά μου. "Θα είσαι καλά κι εκεί, στην καινούρια σου πατρίδα, επειδή είσαι ικανή" της είχα πει με έναν κόμπο στο λαιμό. "Το ξέρω, κυρία" μου απάντησε, με ένα δάκρυ να γυαλίζει στην άκρη του ματιού. Σήμερα όμως τη Νάντια δεν τη χαιρέτησα. Δεν θέλησα να διαταράξω το δικό τους αποχαιρετισμό. Έμεινα από απόσταση να βλέπω τις συμμαθήτριές της να την εναγκαλίζονται, κλαίγοντας. Το κορίτσι αυτό που γεννήθηκε εδώ, που μεγάλωσε μαζί με τα κορίτσια που έκλαιγαν τώρα γύρω του, φεύγει αύριο για την ... πατρίδα του! "Τι είναι πατρίδα;", ρωτώ κι εγώ μαζί με τον Οδυσσέα Πανταζή. Τι είναι; Μήπως είναι το μέρος που γεννήθηκαν οι γονείς μας ή οι παππούδες μας; Είναι οι πέτρες ή οι ζεστές αγκαλιές και τα αχνιστά δάκρυα των φίλων που αφήνουμε πίσω; Είναι ο τόπος που μας διώχνει, λόγω ανεργίας και ανέχειας ή ο τόπος που θα μας δεχτεί; Όταν φεύγουμε αναζητώντας το όνειρο, ή, έστω, αναζητώντας τα μέσα για μια σχοιχειώδη επιβίωση, τότε ποιος τόπος διεκδικεί την καρδιά μας;
Κρατώ το βιβλίο του Καραγιάννη εδώ και ώρα στα χέρια μου, έχοντας κολλήσει στην ίδια σελίδα. Άφησα τον Οδυσσέα Πανταζή να διατυπώνει τα δικά του εναγώνια και συνάμα αναπάντητα ερωτήματα, ενώ η εικόνα της Νάντιας, ο σπαραγμός στο πρόσωπό της, τα κόκκινα πρησμένα μάτια της, οι υγρές αγκαλιές των κοριτσιών γύρω της, μου 'χουν αγκυλώσει τη σκέψη.
Τη Δευτέρα το θρανίο της θα μείνει κενό και βλέποντάς το θα θλίβομαι, επειδή ο ξεριζωμός θα είναι και πάλι ανάμεσά μας παρών. Επειδή μια πληθώρα ερωτημάτων θα μένουν αναπάντητα στο μυαλό μου κι άλλα τόσα στο βλέμμα των μαθητών.
Επειδή, ενώ θα γράφω στον πίνακα και θα μιλώ για τη διάταξη στο σύνολο των πραγματικών αριθμών, θα αναρρωτιέμαι παράλληλα τι θα έλεγε ο Αϊνστάιν, για τη σημερινή ... (επανα)διάταξη των αξιών...
Δεν πλησίασα περισσότερο. Πέρυσι, στο τέλος της χρονιάς, είχε φύγει η Ίλντα. Οι γονείς της περίμεναν να κλείσουν τα σχολεία. Με χαιρέτησε πέφτοντας στην αγκαλιά μου. "Θα είσαι καλά κι εκεί, στην καινούρια σου πατρίδα, επειδή είσαι ικανή" της είχα πει με έναν κόμπο στο λαιμό. "Το ξέρω, κυρία" μου απάντησε, με ένα δάκρυ να γυαλίζει στην άκρη του ματιού. Σήμερα όμως τη Νάντια δεν τη χαιρέτησα. Δεν θέλησα να διαταράξω το δικό τους αποχαιρετισμό. Έμεινα από απόσταση να βλέπω τις συμμαθήτριές της να την εναγκαλίζονται, κλαίγοντας. Το κορίτσι αυτό που γεννήθηκε εδώ, που μεγάλωσε μαζί με τα κορίτσια που έκλαιγαν τώρα γύρω του, φεύγει αύριο για την ... πατρίδα του! "Τι είναι πατρίδα;", ρωτώ κι εγώ μαζί με τον Οδυσσέα Πανταζή. Τι είναι; Μήπως είναι το μέρος που γεννήθηκαν οι γονείς μας ή οι παππούδες μας; Είναι οι πέτρες ή οι ζεστές αγκαλιές και τα αχνιστά δάκρυα των φίλων που αφήνουμε πίσω; Είναι ο τόπος που μας διώχνει, λόγω ανεργίας και ανέχειας ή ο τόπος που θα μας δεχτεί; Όταν φεύγουμε αναζητώντας το όνειρο, ή, έστω, αναζητώντας τα μέσα για μια σχοιχειώδη επιβίωση, τότε ποιος τόπος διεκδικεί την καρδιά μας;
Κρατώ το βιβλίο του Καραγιάννη εδώ και ώρα στα χέρια μου, έχοντας κολλήσει στην ίδια σελίδα. Άφησα τον Οδυσσέα Πανταζή να διατυπώνει τα δικά του εναγώνια και συνάμα αναπάντητα ερωτήματα, ενώ η εικόνα της Νάντιας, ο σπαραγμός στο πρόσωπό της, τα κόκκινα πρησμένα μάτια της, οι υγρές αγκαλιές των κοριτσιών γύρω της, μου 'χουν αγκυλώσει τη σκέψη.
Τη Δευτέρα το θρανίο της θα μείνει κενό και βλέποντάς το θα θλίβομαι, επειδή ο ξεριζωμός θα είναι και πάλι ανάμεσά μας παρών. Επειδή μια πληθώρα ερωτημάτων θα μένουν αναπάντητα στο μυαλό μου κι άλλα τόσα στο βλέμμα των μαθητών.
Επειδή, ενώ θα γράφω στον πίνακα και θα μιλώ για τη διάταξη στο σύνολο των πραγματικών αριθμών, θα αναρρωτιέμαι παράλληλα τι θα έλεγε ο Αϊνστάιν, για τη σημερινή ... (επανα)διάταξη των αξιών...