Στην εισήγηση με τίτλο «Εισαγωγή στη μελέτη του αστυνομικού αφηγήματος» στην ημερίδα «Έγκλημα και λογοτεχνία» τον Φεβρουάριο του 2013, ο καθηγητής Εγκληματολογίας Νέστορας Κουράκης μεταξύ άλλων αναφέρει ότι το «ορθόδοξο» αστυνομικό αφήγημα «έχει μια προδιαγεγραμμένη πορεία από το ανακαλυφθέν έγκλημα προς την εξιχνίασή του, η οποία μοιάζει με την επίλυση μαθηματικής εξίσωσης...»
Ως μάχιμη εκπαιδευτικός, διαβάζοντας την εισήγηση δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι ισχύει και το αντίστροφο: η προδιαγεγραμμένη τυπική πορεία για την επίλυση μιας μαθηματικής εξίσωσης μπορεί να προσομοιάσει με αστυνομικό αφήγημα. Ίσως, μάλιστα, αν διευρύνουμε το πεδίο, περνώντας από την εξίσωση στο μαθηματικό πρόβλημα, η -αντεστραμμένη- αναλογία να είναι πιο αποτελεσματική.
Η αλήθεια είναι πως κατά την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος αναζητούμε την απάντηση εντός ενός συγκεκριμένου αναφορικού πλαισίου, διαμορφωμένου από μια κατάλληλη μαθηματική θεωρία, μέσω της οποίας νομιμοποιούνται οι επιλογές και οι πράξεις μας. Ο σκοπός μας είναι να διασυνδέσουμε μεταξύ τους τις μαθηματικές έννοιες που εμφανίζονται στο πρόβλημα, να διατυπώσουμε τυχόν περιορισμούς και να εκτελέσουμε τις πράξεις, εφαρμόζοντας τις ιδιότητές τους, να κάνουμε τις απλοποιήσεις, τους συλλογισμούς και τις κατάλληλες αποδεικτικές διαδικασίες, ακολουθώντας μια πορεία, με όχι πάντα βέβαια βήματα, καθώς αρχικά λειτουργούμε, εν πολλοίς, διαισθητικά και στηριζόμαστε σε υποθέσεις, σε εικασίες, που οφείλουμε να επαληθεύσουμε ή να διαψεύσουμε, μέχρι να καταλήξουμε σε μια καθόλα αδιαμφισβήτητη και «νόμιμη» απάντηση και να πούμε: το ζητούμενο του προβλήματος είναι αυτό, με την ίδια, ή ενδεχομένως μεγαλύτερη βεβαιότητα, με την οποία ο αστυνομικός ενός αφηγήματος εξιχνιάζει, εν τέλει, το έγκλημα.
Εκτός από τις παραπάνω καταφανείς διαδικαστικές ομοιότητες μεταξύ της επίλυσης ενός μαθηματικού προβλήματος και της διαλεύκανσης ενός εγκλήματος, υπάρχουν και άλλες, λιγότερο αναγνωρίσιμες, πλην θεμελιώδεις. Σχετίζονται με κάποια πρωταρχικά ερωτήματα που διατυπώνονται κατά την εκκίνηση της ιστορίας: «how done it?» και «why done it?». Ενδεχομένως να διαφέρουν στην εκφορά του χρόνου, επειδή κατά την επίλυση του μαθηματικού προβλήματος, τουλάχιστον του τυπικού μαθηματικού προβλήματος, αναφερόμαστε σε αυτό που θα κάνουμε, και όχι σε κάτι που ήδη έγινε και καλούμαστε να διαλευκάνουμε. Η διαφορετική χρονικότητα όμως μετασχηματίζεται σχετικά εύκολα και δεν αποτελεί πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι πως η διδασκαλία των Μαθηματικών ανά την επικράτεια του Δυτικού Πολιτισμού παρουσιάζεται, αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο, αναποτελεσματική και εμείς, οι διδάσκοντες, καλούμαστε να επινοήσουμε και να εφαρμόσουμε ελκυστικές μεθόδους και ενδιαφέρουσες πρακτικές. Αυτή η πρόκληση μπορεί να αποτελέσει την απάντηση στο «γιατί να θέσουμε το αστυνομικό αφήγημα στην υπηρεσίας της διδασκαλίας των Μαθηματικών;».
Μένει προς διερεύνηση το ερώτημα «πώς θα αξιοποιήσουμε το αστυνομικό αφήγημα στη διδασκαλία των Μαθηματικών;». Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι έχω κάποιες απαντήσεις, αλλά ο περιορισμένος χώρος του άρθρου δεν μου επιτρέπει να τις παρουσιάσω και θα το έλεγα, αν δεν είχε ήδη διατυπωθεί αυτή η «δικαιολογία» από άλλον. Στην πραγματικότητα όμως δεν φέρει ευθύνη ο χωρικός περιορισμός. Αφήνω το ερώτημα ανοιχτό, ελπίζοντας πως θα αποτελέσει πρόκληση, ειδικά για τους διδάσκοντες των Μαθηματικών που αγαπούν την "αστυνομική λογοτεχνία".
Πιθανόν ανάμεσά τους, κάποιοι να έχουν ήδη εμπράκτως αποδείξει ότι το αστυνομικό αφήγημα μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία της Μαθηματικής Εκπαίδευσης, για να την υποστηρίξει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου